Εκεί ήσουν κι εσύ. Την είδες; Όχι, την είδες; Έφτασε με ένα τουπέ σαν να μας έλεγε «Εγώ είμαι». Άρχισε να μιλάει σε όλους αμέσως, γνωρίστηκε με όλους. Σιγά μην έχανε την ευκαιρία. Κι ο καημένος ο Δημήτρης δεν ήξερε τι να κάνει. Πάνω που βρήκε το θάρρος να τη φέρει λιγάκι στην παρέα να εγκλιματιστεί, την πάτησε. Ήθελε να ανοίξει η γη να τον καταπιεί. Πραγματικά όμως.
Δεν μπορείς να φανταστείς όμως τι μας έλεγε μόλις τη γνώρισε. «Είναι ξεχωριστή», έλεγε. « Έχει κάτι αλλιώτικο. Είναι αψυχολόγητη, δεν είναι σαν τις άλλες. Είναι μυστήρια μα θα την ανακαλύψω εγώ». Κι έτσι όπως τα ’λεγε, ρε φίλε, απορούσαμε κι εμείς που τ’ακούαμε. Τι γκόμενα είναι αυτή; Τόσο μυστήριο πια;
Την άλλη φορά τον έτρεχε μες στα μαύρα μεσάνυχτα να πάει σπίτι της –ενώ ο άλλος είχε εξέταση την επομένη– επειδή, λέει, βρέχει και φοβάται μόνη της. Εντάξει, θα πεις ρομαντικά είναι αυτά, αλλά συνέχεια; Και στο άσχετο; Να μην καταλαβαίνει πότε πρέπει απλά να υποχωρήσει;
Και τον απειλούσε κιόλας. Ήρθε την άλλη φορά που τσακώθηκαν ο Μήτσος μες στο μαύρο χάλι. Έτοιμος να κλάψει ήτανε. Και για μαλακίες. Γιατί αυτή θυμόταν να του κάνει πρόβλημα για ό,τι να’ ναι. Μυστήρια, φιλαράκι, πολύ.
To πιο ενοχλητικό ήτανε ότι είχε άποψη για τα πάντα. Δεν καταλαβαίνεις τι γινότανε. Παντού να χώσει τη μύτη της. Κι όχι μόνο για να μάθει, αλλά και για να κρίνει και να απαιτήσει πράγματα. «Δε θα κάνεις παρέα μ’ αυτόν» του έλεγε. Ένα παράδειγμα σου λέω τώρα. Ακόμη και για θέματα πιο σοβαρά, οικογενειακά είχε λόγο η κυρία. Θα μου πεις τώρα καλύτερος είναι ο δικός μας που τις τα ξέρναγε; Τι να σου πω κι εγώ.
Και πολύ ζηλιάρα. Έτσι για να συμπληρωθεί το καρέ. Πολύ όμως. Αυτή ό,τι και να ’κανε ήταν σωστό. Και να χορέψει με τον οποιοδήποτε και να μιλήσει με τον καθένα και ό,τι ήθελε. Δικαιούνταν. Αυτός τίποτα. Να τον κοίταζε καμία από μακριά; Αν τολμούσε να της ρίξει καμιά ματιά, ήταν τελειωμένος.
Παρ’ όλα αυτά ο Δημητράκης την είχε πατήσει άσχημα. Την είχε ερωτευτεί, την ήθελε, την καψουρεύτηκε. Πώς αλλιώς να στο πω; Δεν έβλεπε τίποτα. Του πήρε το μυαλό στην κυριολεξία. Άσε που δε μας την παρουσίαζε και ποτέ. «Δε νιώθω έτοιμη να γνωρίσω τους φίλους σου ακόμα». Κάτι τέτοιες μαλακίες του έριχνε κι ο καιρός περνούσε. Χαμένος ο φίλος μας, δεν τον έβρισκες πουθενά. Του στέλναμε μήνυμα, μετά από τρεις μέρες απάνταγε αυτός.
Κάποιες φορές που μας μίλησε προσπαθήσαμε να τον ψυχολογήσουμε. Να καταλάβουμε προς τι τέτοια τύφλωση. Κι επέμενε. Είναι αλλιώτικη, είναι μοναδική. Είναι ξεχωριστή. Κι όταν κάποιος γύρισε και του είπε πως δεν είναι τίποτα απ’ αυτά παρά μόνο τρελή, συμφώνησε.
«Είναι τρελή» μας είπε. «Όντως είναι. Γι΄ αυτό μου αρέσει». Εμείς απλά ακούγαμε. Τι να τον συμβουλέψουμε; Μπορούσαμε νομίζεις να μιλήσουμε; Το μόνο που τολμήσαμε να του πούμε είναι να μας τη γνωρίσει. Να τη δούμε κι εμείς. Να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε.
Νομίζεις θα μας ένοιαζε αν αυτόν τον βάρεσε ο έρωτας στο κεφάλι, αν πραγματικά τον βλέπαμε να είναι καλά; Δεν ήταν όμως. Υπέφερε. Τέλος. Και στεναχωριόμασταν γι’ αυτό. Γιατί ήμασταν ανίκανοι να αντιδράσουμε. Δεν μπορούσαμε να τον βοηθήσουμε και δε μας άφηνε κιόλας.
Εσύ λείπεις καιρό και δεν ήξερες τίποτα. Θεωρώ όμως ότι κάποιος έπρεπε να στα πει και σένα. Και το αποκορύφωμα προχτές στο καφέ. Το είδες και μόνος σου. Τον είδες πόσο άβολα ένιωσε. Αισθάνθηκε πως τον έκανε ρεζίλι.
Και με πήρε τηλέφωνο κάποια στιγμή μες στη νύχτα και λέει: «Δε στεριώνει αυτή η σχέση, δεν μπορεί να συνεχίσει. Εκεί που πάω να τη βρω, πάντα τη χάνω. Εγώ έχω ανάγκη κάτι στέρεο». Έπειτα σωπάσαμε. Το ευτύχημα ήταν ότι συνειδητοποίησε κάποια πράγματα. Και πριν κλείσουμε το τηλέφωνο μου λέει: «Οι τρελές γκόμενες κουράζουν, ρε φίλε. Κουράζουν». Και το ’κλεισε.
Επιμέλεια Κειμένου Παύλου Πήττα: Πωλίνα Πανέρη