Έρχονται και κάτι μέρες που συμβαίνουν εκείνα τα αναπάντεχα, τα απρόσμενα, τα ωραία που σε τρελαίνουν. Έλα μωρέ, ξέρεις για ποια λέω. Είναι οι χαρούμενες στιγμές που ζούμε, τις οποίες δεν περιμέναμε καθόλου ή δεν πιστέψαμε σ’ αυτές και μας βρίσκουν απροετοίμαστους. Είναι το καλό μαντάτο, το τηλεφώνημα το απρόσμενο, το μήνυμα, το γεγονός, το συμβάν. Αυτά όλα που σε αφήνουν κάγκελο και τσιμπιέσαι να δεις αν είσαι ξύπνιος. «Το ζω όντως τώρα αυτό;».
Όμως κοίτα να δεις τι συμβαίνει. Αν κι όλα αυτά είναι καλοδεχούμενα, μας βρίσκουν τόσο απροετοίμαστους μερικές φορές που δεν μπορούμε να διαχειριστούμε τη χαρά μας, βρε αδελφέ. Λίγο άδικο βέβαια όλο αυτό. Να σκάει μύτη η χαρά κι εμείς να επιμένουμε πως αγνοείται. Και καλά να σκάει μύτη στο άσχετο, αλλά σκέψου να πολεμήσαμε κιόλας γι’ αυτή. Πάλι όμως να μην πιστεύουμε ότι ήρθε. Βρε κάτι κολλήματα που έχουμε οι άνθρωποι.
Έχεις αναρωτηθεί ποτέ γιατί συμβαίνει αυτό; Σε λογικό επίπεδο όταν είμαστε πάρα πολύ χαρούμενοι θα έπρεπε να το απολαμβάνουμε στο ζενίθ. Αντίθετα, πολλές φορές η υπερβολική χαρά, μας δημιουργεί ένα είδος ανασφάλειας, ένα φόβο, μια αμφισβήτηση κι ένα άγχος. Συνεπώς, έχουμε μια έντονη δυσπιστία και κρατάμε μια πισινή προσπαθώντας να προσγειώσουμε τον εαυτό μας.
Ας δούμε όμως λιγάκι βαθύτερα το ζήτημα. Εμείς, οι άνθρωποι, ζούμε μια ζωή περιμένοντας και πολεμώντας για να κατακτήσουμε κάτι που έχουμε στο μυαλό, το όνειρο. Ειδικά στις νεότερες ηλικίες, η κάθε μέρα είναι ένας αγώνας, μια προσπάθεια, μια ένταση. Όλες οι μέρες μαζί συνθέτουν την πορεία μιας ακατάπαυστης μάχης ονείρων, ιδεολογιών, πεποιθήσεων. Έτσι, συνηθίζουμε σ’ έναν τρόπο ζωής, που αν και πολλές φορές είναι δημιουργικός, είναι συνάμα ψυχοφθόρος κι επίπονος. Και τσουπ το όνειρο κι η χαρά να σου χτυπάνε μια καλή μέρα την πόρτα. Τι κάνεις τώρα, εσύ, ο διαφορετικά συνηθισμένος, ο αγωνιστής;
Μερικές φορές κι ενώ θέλεις να βγεις να το βροντοφωνάξεις, να μοιραστείς τη χαρά σου, την ψιλοκαταπίνεις. Το κάνεις αυτό διότι θεωρείς πως ο κόσμος είναι κακός. Πιστεύεις ότι θα σε ματιάξουνε. Είναι το γνωστό σενάριο της ζήλιας. Ισχυρίζεσαι ότι οι άνθρωποι ζηλεύουν με τη χαρά σου κι έτσι την περνάς αθόρυβα. Ποιος νοιάζεται αν εσύ είσαι λυπημένος, ποιον απασχολεί, ποιον κόφτει; Η χαρά όμως απασχολεί. Πολλοί οι κακοθελητές, οι κομπλεξικοί κι οι ανασφαλείς που θέλουν να σε δουν να παίρνεις πάτο για να επιβεβαιώνονται με κάποιον τρόπο. Άσ’ τα να πάνε φίλε.
Είσαι κι εσύ που η χαρά φτάνει μα δεν τη βλέπεις. Έχεις την αίσθηση της στιγμιαίας υπερβολικής χαράς, που καταπνίγεται μέσα σε μόνο μερικά λεπτά. Λες δεν μπορεί, αποκλείεται. Χτυπά την πόρτα η χαρά, ανοίγεις, τη βλέπεις, ενθουσιάζεσαι και μετά της την κλείνεις κατάμουτρα. Όχι, όχι δεν ήταν αυτή επιμένεις. Κι αν ήταν αυτή ίσως σε αποπροσανατολίσει απ’ το στόχο σου, πόσο λυπηρό. Είσαι τόσο προσκολλημένος στην Ιθάκη σου που το ταξίδι σημαίνει ψίχουλα για σένα. Κι είναι στα αλήθεια κρίμα.
Τέλος είσαι εσύ που όταν έρχεται η χαρά, προφανώς σοκάρεσαι, αλλά είσαι αποφασισμένος να το απολαύσεις στο έπακρον. Ήρθε επειδή το πάλεψες, είτε ήρθε επειδή έτυχε, αλλά είναι καλοδεχούμενη. Θα γιορτάσεις την άφιξή της και τίποτα δε σε σταματά, τίποτα δε σε εμποδίζει.
Τέτοια πράγματα δεν τα αφήνουμε να φύγουν αναξιοποίητα, ανεκμετάλλευτα. Είσαι παράλληλα πλήρως συνειδητοποιημένος. Δε θα καβαλήσεις το καλάμι, δε θα επαναπαυθείς. Αν επαναπαυθείς, χάθηκες. Δε θα καθησυχαστείς, θα το απολαύσεις και θα αντλήσεις δύναμη για να συνεχίσεις τον καθημερινό αγώνα.
Αυτό είναι λοιπόν. Όποια χαρά κι αν έρθει ας είναι καλοδεχούμενη. Παρά να την καταπνίγουμε αυτήν, ας καταπνίξουμε λιγάκι τα αρνητικά συναισθήματα. Το αξίζουμε κάποιες φορές. Το δικαιούμαστε να τη γευόμαστε. Ας το καταλάβουμε επιτέλους αυτό. Αξίζουμε να αισθανόμαστε και να ζούμε τη χαρά, την ευτυχία, το όνειρο. Στο κάτω-κάτω δεν ήρθαμε για να είμαστε δυστυχισμένοι και λυπημένοι. Κι άσ’ τον κόσμο τον φλύαρο να λέει.
Επιμέλεια Κειμένου Παύλου Πήττα: Πωλίνα Παανέρη