Πάντα και παντού, αυτός. Ο φτερωτός Θεός. Εκείνος που μας παιδεύει μια ζωή. Μας κυνηγάει, μας πολεμάει, μας τυφλώνει. Στο τέλος μας σκοτώνει ή μας λυτρώνει. Αυτός. Ο έρωτας, ο άτιμος. Μέρος της ύπαρξής μας, της υπόστασής μας, της φύσης μας. Όσο και να θέλουμε να του αντισταθούμε, τον αναζητούμε. Υπάρχει κι υπάρχει για μας. Βρίσκεται εδώ και παντού. Ανθίζει ακόμη και στα χαλάσματα.
Γυρεύοντας τον έρωτα λοιπόν. Κυνηγώντας το ρίσκο. Τι κυνηγάμε όμως τελικά; Ο έρωτας δεν έχει όψη, συνεπώς δεν μπορούμε να τον δούμε. Δεν έχει σχήμα άρα δεν μπορούμε να τον πιάσουμε. Μπορούμε όμως να τον αισθανθούμε. Κι αυτό είναι πιο σημαντικό και πιο σπουδαίο απ’ την όραση κι απ’ την αφή. Η κορωνίδα των αισθήσεων λοιπόν.
Πολλοί άνθρωποι περνούν καθημερινά απ’ τη ζωή μας. Άλλοι μένουν, άλλοι φεύγουν, άλλοι είναι περαστικοί. Ψάχνουμε τον ένα και τη μία, εκείνον τον άνθρωπο που δίνει σάρκα κι οστά στο κορυφαίο συναίσθημα. Το ζόρι είναι να τον καταλάβουμε, να τον αντιληφθούμε, να μην τον αφήσουμε να μας προσπεράσει.
Ευτύχημα είναι να τον αναγνωρίσουμε αμέσως. Δυστυχώς, όμως, δεν υπάρχει συνταγή, μήτε οδηγίες χρήσης, μήτε τίποτα πανομοιότυπο. Στην αρχή δεν είμαστε ποτέ σίγουροι. Είναι έρωτας, είναι ενθουσιασμός, είναι απερισκεψία; Τι στο διάολο είναι; Κι οδηγούμαστε να δρούμε διαισθητικά. Με το ένστικτο να παίρνει τα ινία και να μας καθοδηγεί.
Όταν γνωρίζουμε κάποιον, αρχικά ενθουσιαζόμαστε. Μας κάνει εντύπωση, μας κλέβει ματιές. Σε καμία περίπτωση δεν έχουμε την άνεση να πούμε ότι αυτό που νιώθουμε είναι έρωτας. Κι αν λένε πως είναι κεραυνοβόλος, τις περισσότερες φορές είναι απάτη.
Παρ’ όλα αυτά αν ενθουσιαστούμε, έχουμε ενώπιόν μας έναν δυνατό υποψήφιο. Για να τον ερωτευτούμε, για να ζήσουμε μαζί του αυτά που ονειρευόμαστε. Ενστικτωδώς. Με την εντύπωση πως αυτό που σκεφτήκαμε, ίσως να δουλέψει.
Κι όσο πιο έντονα ακολουθούμε το ένστικτό μας, τόσο περισσότερο μπαίνουμε σ’ έναν ρυθμό-μονόδρομο. Σχετίζεται άμεσα με τη γνωστή κι αιώνια βεντέτα που κανείς μέχρι σήμερα δεν ήταν ικανός να την κατευνάσει. Έστω ότι έχουμε τους δύο μεγάλους αντιπάλους. Την καρδιά και το μυαλό. Θα έλεγε κανείς πως το ένστικτο είναι το μέτρο αυτής της διαμάχης. Μας δείχνει πού κλίνει η ζυγαριά. Αυξάνεται το ένστικτο, θολώνει το μυαλό. Είναι πενιχρό το ένστικτο, αποδυναμώνεται η καρδιά.
Ζητούμενό μας λοιπόν είναι να διερευνήσουμε κατά πόσο το ένστικτο ενδέχεται να είναι ορθό ή όχι. Και στην τελική από πού προκύπτει, παιδιά, το ένστικτο; Είναι λόγω της έντονης επιθυμίας μας να αποκτήσουμε κάποια πράγματα ή υφίσταται αληθινά, χωρίς να το επιλέγουμε; Αυτό είναι ένα ερώτημα πολύ σημαντικό. Ένστικτο ή δήθεν ένστικτο;
Αν είναι δήθεν θα χάσει, θα νικηθεί, θα ηττηθεί. Θα αφαιρεθεί απ’ αυτό η αίγλη κι η ισχύς. Διότι δεν υπήρξε ποτέ. Είναι κατασκευασμένο, είναι προσποιητό, εξυπηρετεί προσωπικά συμφέροντα, όνειρα και πεποιθήσεις. Τέτοιου είδους «ένστικτα» δε στεριώνουν. Κι αν τα έχεις εφεύρει –επειδή εσύ μέσα σου γνωρίζεις– μην τα ακολουθήσεις, μην τους πολυδώσεις σημασία. Είναι πονηρά κι οδηγούν εκεί που δε θέλουμε να πάμε.
Αν όμως αυτό που νιώθουμε μας ξεπερνά, αν είναι πάνω από μας, τότε το σενάριο αλλάζει. Είναι ένα αυθεντικό ένστικτο. Είναι η περίπτωση που το δίλημμα γεννιέται ευθύς αμέσως. Θα ακολουθήσουμε; Θα το καταπνίξουμε; Κι αν ακολουθήσουμε και πέσουμε;
Στην περίπτωση που είναι ορθό θα είναι ευτύχημα. Έχουμε κατατροπώσει επιτυχώς το μυαλό. Έχουμε πια δίπλα μας έναν άνθρωπο, τον οποίο θα ανακαλύψουμε και μαζί του θα εξερευνήσουμε τα δύσκολα μονοπάτια και τις προοπτικές.
Συμβαίνει πάρα πολύ συχνά όμως το ένστικτό μας να αποδειχτεί φιάσκο κι ατυχές. Δε σημαίνει ότι αποτύχαμε. Μάθαμε. Οδηγηθήκαμε σ’ ένα λάθος που σίγουρα κάτι έχει να μας διδάξει. Αδιαμφισβήτητα.
Θα πέσουμε, θα πονέσουμε μα θα σηκωθούμε. Το λάθος αυτό ήταν δικό μας, μας ανήκε και καλά κάναμε και το κάναμε. Κι ό,τι δεν έγινε άσ’ το. Όταν θα γίνει θα το καταλάβεις. Θα ‘ναι για να γίνει. Και θα γίνει.
Επιμέλεια Κειμένου Παύλου Πήττα: Πωλίνα Πανέρη