Μια στιγμή θα μπορούσε, έτσι απλά, να μετατρέψει το «μαζί» σε «χώρια». Μια μονάχα στιγμούλα. Ένα λάθος, μια φράση, μια κίνηση, κάτι. Το κάτι που θα ραγίσει το γυαλί, σχεδόν θα το ’χει σπάσει. Κι έτσι ένα κοινό παρελθόν κάπως διαγράφεται, κάπως προσπερνιέται κι έτσι κάπως ξεχνιέται. Αν όντως μπορεί να ξεχαστεί. Αν είναι πράγματι δυνατόν να γυρίσεις την πλάτη σε κάποιον άνθρωπο που αγάπησες πολύ, που αγάπησες βαθιά.

Συμβαίνει όμως. Δεν είμαστε εμείς οι πρώτοι, δεν είμαστε κι οι τελευταίοι. Όσο παρηγορητική κι αν νομίζουμε πως είναι μια τέτοια φράση ίσως να μην είναι αρκετή για να μας γιατρέψει, για να λειτουργήσει ως διακόπτης σε συναισθήματα ως μπουρλότο. Είναι, τουλάχιστον, μια ανάσα, μια ελπίδα πως η ζωή συνεχίζεται. Και βέβαια συνεχίζεται. Αλίμονο.

Αλλά να. Οι άνθρωποι ερωτεύονται, μοιράζονται, ζουν στιγμές δυνατές μαζί, γίνονται ένα. Κάποιοι φτάνουν να ζουν ο ένας για τον άλλο. Η ανάσα σου ανάσα μου, που λέμε. Όντως κάποιοι τυχεροί το ’χουν νιώσει κι αυτό. Άλλοι ένιωσαν την ανάγκη να το αισθανθούν ακόμη κι αν δεν ίσχυε ποτέ. Γιατί πολλές φορές κάποιος αγαπά περισσότερο, δίνεται περισσότερο και πληγώνεται εξίσου περισσότερο.

Και μ’ ένα απλό «άδειασμα» που παίρνει μονάχα κάποια λεπτά όλα παύουν να είναι ονειρικά. «Δε σ’ αγαπάω πια», «Έχω ξενερώσει», «Μου ’χεις τελειώσει», «Συγγνώμη, δε φταις εσύ αλλά τέρμα», «Δε σου αξίζω», «Δεν ήσουν παρά ένα κρεβάτι για μένα». Τέτοιες φράσεις κυκλοφορούν και σε προσγειώνουν και σου κόβουν τα φτερά. Άλλες υπερβολικές, άλλες κρύβουν αλήθεια και ποτέ δεν είσαι σίγουρος. Ή ποτέ δεν τις δέχεσαι μέσα σου. Αρνείσαι να αποδεχτείς τη νέα τάξη πραγμάτων. Κι υποφέρεις.

Και ξαφνικά γίνεστε δυο ξένοι που ζείτε στην ίδια πόλη, βγαίνοντας στα ίδια μέρη, κάνοντας τα ίδια σχεδόν πράγματα. Αλλά είναι σαν να μη γνωρίζεστε πια. Δε μιλάτε, είστε δυο άγνωστοι. Κάνα βλέμμα πέφτει πού και πού, το αντιλαμβάνεστε κι οι δυο, αλλά δεν έχει πλέον σημασία.

Κι ο κόσμος όλος ξέρει, γνωρίζει, θυμάται πως από κάπου, με κάποιο τρόπο γνωρίζεστε.  Άλλοι πιο κοντινοί ξέρουν τι πραγματικά συμβαίνει. Μα κανείς δε μιλά πια. Συμπεριφέρονται με τον τρόπο που εσείς τους βάλατε. Αν εσείς, λοιπόν, επιλέξετε το «Δεν υπάρχεις» οι άλλοι το σέβονται.

Μέχρι που μπορεί να τύχει καμιά φορά σε μια ευαίσθητη, ευάλωτη στιγμή να λυγίσετε. Να ξαναβρεθείτε, να αγκαλιαστείτε τρυφερά, να πείτε αλήθειες πάνω στο ποτό. Να τρέχουν τα δάκρυα ποτάμι. Δεν είναι μια καινούργια αρχή. Θα το ονόμαζε κανείς κάτι σαν λύτρωση. Σαν να βγάζεις ένα κομμάτι του εαυτού σου, του πιο αληθινού, αυτού που φυλάς για τον άλλο, απλά για να εξιλεωθείς.

Και πάλι, όμως, την επόμενη μέρα θα είστε δυο ξένοι. Αν αυτό που είχατε δε φτιάχνεται, αν δε φτιάχτηκε τότε που πιθανόν θα μπορούσε, είναι πλέον αργά. Είναι σκληρό μα πρέπει να το δεχτείς. Για να προχωρήσεις.

Δεν είναι καθόλου εύκολο. Θα περάσεις από πολλές εκβάσεις. Θα διακυμανθείς ανάμεσα στη λύπη και τη χαρά, τον έρωτα και τον πόνο. Θα θέλεις να μαθαίνεις γι’ αυτόν τον άνθρωπο, θα θες να τον παρακολουθείς, να γνωρίζεις τι γίνεται. Μέχρι να ’χεις ξεπεράσεις εντελώς αυτή την κατάσταση.

Κάποια πράγματα συμβαίνουν. Δεν τα ελκύεις, δεν τα επιθυμείς, δε σου είναι αρεστά αλλά έρχονται. Σε ταρακουνούν. Πρέπει όμως να τα αντιμετωπίσεις. Να κατανοήσεις πόσο μικρή είναι η ζωή για να εμμένουμε σε τελειωμένες καταστάσεις. Σε ανθρώπους που το μόνο που κάνουν πια είναι να μας βλάπτουν.

Μη σταματάς να τους αγαπάς. Σου χάρισαν κάποιες στιγμές. Αλλά προχώρα. Είναι το μόνο που πρέπει να κάνεις. Το χρωστάς στον εαυτό σου. Μην τραβάς περισσότερο το σκοινί απ’ αυτό που μπορεί να αντέξει. Να σε σέβεσαι και να σ’ εκτιμάς.

Και για να σου πω. Όντως το «μαζί» γίνεται «χώρια» σε μια στιγμή. Αλλά και το αντίθετο. Να το θυμάσαι αυτό. Οι δικοί σου οι ξένοι έχουν φύγει. Για κοίτα όμως πόσοι περιμένουν να γνωριστείτε. Άντε μπράβο. Σήκω απ’ τη μιζέρια σου. Φεύγουμε εμείς τώρα. Έχουμε φύγει. Πάμε, προχωράμε, πετάμε. Στα «μαζί» που έρχονται, που είναι για μας και περιμένουν να τα ζήσουμε.

 

Συντάκτης: Παύλος Πήττας
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη