Στους γηγενείς τούτου του τόπου μάς αρέσει να κομπάζουμε συχνά-πυκνά για όλα όσα έδωσαν στην ανθρωπότητα οι δοξασμένοι ημών πρόγονοι.
Δημοκρατίες, φιλοσοφίες, μα ίσως το πιο σημαντικό δάνειο, οι χιλιάδες λέξεις. Εκείνες που ενσωμάτωσαν οι ξένοι στις γλώσσες τους, αδυνατώντας να δημιουργήσουν δικές τους ανάλογης ευστοχίας και ομορφιάς.
Υπερβολές; Ελάτε, τότε, να μιλήσουμε για το χάρισμα, την πανάρχαια λέξη των χιλίων μυστικών που μέχρι τις χολιγουντιανές υπερπαραγωγές έφτασε η χάρη της, αλλά και πάλι πέπλο μυστηρίου καλύπτει την έννοιά της.
Χάρισμα, το λέμε εμείς, charisma η Οξφόρδη κι είναι μια λέξη τόσο πολύπλοκη και συνάμα ισχυρή που κάποιοι, σαν άλλοι παράφωνοι που δεν πιάνουν τις ψηλές, την κόντυναν για να τη φέρουν στα μέτρα τους, βαφτίζοντάς την «X-factor».
Λάμψη, γοητεία, σαγήνη αλλά και μπόλικο μυστήριο έχει το χάρισμα. Κι άλλα τόσα και περισσότερα οι φέροντες τις μαγικές ιδιότητές του, εκείνοι οι εκλεκτοί που μόλις βρεθούν στο διάβα μας αυτομάτως τους βάζουμε τη σφραγίδα του χαρισματικού κι αρχίζουμε τις αναλύσεις.
Σε τι, λοιπόν, συνίσταται αυτή η ιδιότητα και γιατί δεν είναι ένα ακόμη επίθετο, που το κολλάμε μπροστά από το ουσιαστικό και ξεμπερδεύουμε;
Ίσως, η μαγεία κρατά ακόμη, γιατί το χάρισμα, αυτό που λέμε πως κάποιοι διαθέτουν, κι ετυμολογικά ακόμη, είναι δύσκολο να αποτυπωθεί. Άλλωστε, προέρχεται από τη χάρη, μια ευρεία και με πνευματικές πτυχές έννοια που είναι ανοιχτή σε ερμηνείες.
Άλλοι τους λένε γοητευτικούς, άλλοι υποστηρίζουν πως άπαξ και βρεθείς κοντά τους σε υπνωτίζουν κι άλλοι επιμένουν πως έχουν αυτό το απροσδιόριστο «κάτι», τον παράγοντα Χ.
Οι χαρισματικοί άνθρωποι ζουν ανάμεσά μας και η πιο ταιριαστή περιγραφική ερμηνεία είναι πως πρόκειται για εκείνους που διαθέτουν άστρο.
Κι όχι, δεν ανήκουμε όλοι μας σ’ αυτή την κατηγορία, όσο κι αν επιμένει η μαμά μας παρότι τριανταρήσαμε.
Οι άνθρωποι με άστρο (κι όχι οι σταρ) δεν είναι ούτε οι ταλαντούχοι, ούτε οι υπερβολικά ευφυείς.
Άλλο η κλίση σε κάτι που δεν έχουμε ακόμη βρει –κι αν το ανακαλύψουμε μπορεί να διαπρέψουμε– κι άλλο το χάρισμα.
Ας πάρουμε για παράδειγμα έναν χειρουργό, ένα λειτούργημα που δεν κάνει για όλους όσο κι αν έχουν λιώσει τα DVD μελετώντας την τεχνική του Μακ Ντρίμι.
Θέλει ταλέντο και τόλμη να πιάσεις το νυστέρι, θέλει ταλέντο και μαεστρία να κάνεις… αόρατα ράμματα, όμως θέλει χάρισμα κι άστρο να μπει ο ασθενής σου στην ψυχρή αίθουσα όχι ωσάν το πρόβατο στη σφαγή αλλά με την ψυχολογία του πεντάχρονου Γιωργάκη στο γκισέ της Ντίσνεϊλαντ.
Όσο για τη σύγχυση των χαρισματικών με τους ευφυείς, εδώ τα όρια είναι ευδιάκριτα. Παρότι η έννοια του χαρισματικού είναι υποκειμενική, σε κάποιες περιπτώσεις, όπως εκείνη του Κένεντι, φίλοι κι εχθροί συμφωνούν. Γιατί, λοιπόν, μνημονεύεται ως τις μέρες μας ο JFK ως χαρισματικός ηγέτης; Ήταν η ευφυΐα του ή η άνεση και η ζεστασιά που απέπνεε που τον έκανε τον… τέλειο πλανητάρχη; Ή μήπως ο Μέγας Αλέξανδρος ήταν πιο έξυπνος και ταλαντούχος από τον δάσκαλό του τον Αριστοτέλη;
Άλλο, λοιπόν, ο πανέξυπνος κι άλλο ο χαρισματικός. Στον δεύτερο, η επικοινωνία είναι όχι δεύτερη φύση αλλά πρώτη και καλύτερη, ενώ ο ευφυής συχνά πληρώνει το νόμισμα της ανωτερότητας του μυαλού του με τη μοναξιά.
Την έννοια της χαρισματικής προσωπικότητας στη σύγχρονη εποχή, κάνοντας δηλαδή τη διάκριση με την μέχρι τότε θεολογική της σημασία, εισήγαγε το 1892 ο Μαξ Γουέμπερ. Ο Γερμανός κοινωνιολόγος όρισε τον άνθρωπο που τη διαθέτει ως υπεράνθρωπο ή έστω άτομο με εξαιρετικές ικανότητες ή δυνάμεις.
Δεν εννοούσε τον Σούπερμαν αλλά μην πάμε και στο αντίθετο άκρο. Το «έκαστος στο είδος του κι ο Λουμίδης στους καφέδες» δε σημαίνει πως ο Λουμίδης είναι χαρισματικός. Εξαιρετικός μπορεί, αλλά μέχρι εκεί.
Οι αληθινά χαρισματικοί άνθρωποι υπάρχουν γύρω μας και δε μοιάζουν με κανέναν άλλο, αλλά ούτε μεταξύ τους. Δε μπαίνουν σε καλούπια ούτε αντιγράφονται.
Χαρισματικός μπορεί να είναι ο πολιτικός που σε καλεί να πιάσεις το χέρι του διπλανού σου και να παλέψετε για έναν καλύτερο κόσμο. Εξίσου όμως χαρισματική μπορεί να είναι η κάθε Όπρα (ή άντε Μενεγάκη) που σε κρατά κολλημένη στην οθόνη, ενώ ο μουσακάς καίγεται στο φούρνο. Χαρισματικός μπορεί να είναι ο Σον Πεν αλλά άστρο να έχει κι ο παιδικός σου φίλος που σαν από μηχανής θεός σου τείνει χέρι βοήθειας κάθε που βρίσκεσαι ένα βήμα πριν το γκρεμό.
Στην εποχή του ίντερνετ και των social media, ο ναρκισσισμός κι η επιδειξιμανία είναι σε έξαρση. Θέλοντας και μη και ο πιο προσγειωμένος από εμάς παρασύρεται από τις Σειρήνες και ψάχνει αυτό που θα τον κάνει να ξεχωρίσει για να το τρίψει στα μούτρα των followers και των mutual.
Η συζήτηση περί χαρίσματος κι άστρου είναι πιο επίκαιρη από ποτέ. Σε τραβά σα μαγνήτης και είναι λογικό κι ανθρώπινο να επιθυμείς διακαώς να αποκτήσεις κι εσύ αυτό που στα λεξικά ορίζεται ως «μια σπάνια ικανότητα που αποδίδεται σε ηγέτες».
Μα δε βλέπεις το οξύμωρο στην επιθυμία σου; «Σπάνια» λέει, κι αν την είχαμε όλοι, έστω και στον τομέα του ο καθένας, πώς θα υπήρχαν, εκτός απ’ τα χρυσά, και τα ασημένια και τα χάλκινα μετάλλια; Πώς θα τιμούνταν με δάφνες οι πρωταθλητές αν όλοι τερματίζαμε πρώτοι;
Και τελικά, ποια θα ήταν η αξία του χαρίσματος, του δώρου με άλλα λόγια, αν όλοι παίρναμε ετσιθελικά από ένα;