Ήταν στα μέσα της δεκαετίας του ’80, όταν η μελωδική φωνή της Δήμητρας Γαλάνη έβαλε φωτιά στα ερτζιανά της χώρας. Με πάθος η καλλιτέχνης αλλά με ακόμη μεγαλύτερο θηλυκά κι αρσενικά ανά την επικράτεια έβγαζαν κορώνες στο ρεφρέν, τσιρίζοντας προς πάσα κατεύθυνση τους στίχους της Νικολακοπούλου.

«Σ’ όποιον αρέσουμε, για τους άλλους δε θα μπορέσουμε.»

Δεν ήταν το μέταλλο των φωνητικών χορδών της Γαλάνη, ούτε πως η εποχή δεν είχε άλλα σουξέ για λαϊκή κατανάλωση. Ήταν πως το τραγούδι που ακόμη και σήμερα συγκινεί, αποτέλεσε όπλο στη φαρέτρα μιας ολόκληρης κοινωνίας που μεγάλωνε με τη… διαβόητη φράση «Τι θα πει ο κόσμος».

Γενιές και γενιές στερήθηκαν– σε κάποιες περιπτώσεις βάναυσα, κιόλας- το προσωπικό στίγμα, τις προσωπικές επιλογές με το φόβο του κόσμου.

Οι μεγαλωμένοι, άλλωστε, στην επαρχία το ζουν ακόμη και στις μέρες μας. Δεν το κουνάει απ’ το σπίτι η 25χρονη Αννούλα αν δε βεβαιωθεί πως ταιριάζει απόλυτα το τιρκουάζ της τσάντας με το κάμελ του σανδαλιού και γυρνά άρον άρον και μέσω παραδρόμων στην πατρική εστία η 30χρονη Κατερίνα αν καμιά τουφίτσα αυτομολήσει παρά τα κιλά της λακ νούμερο 5 που έριξε στο κεφάλι της η κομμώτρια.

Θα βιαστείς να τις αποκαλέσεις οπισθοδρομικές ή να γελάσεις ειρωνικά στην εικόνα των πανομοιότυπων αγοριών που πίνουν τον καφέ τους σε τρέντι μαγαζί.

Όμως, όλοι το ίδιο δεν είμαστε, λιγότερο ή περισσότερο; Όλοι μας δεν επιζητούμε την αποδοχή του κόσμου ή ακόμη και προκαλούμε για να αποσπάσουμε την προσοχή με το ζόρι;

Σε κάποιους αυτή η περίφημη «γνώμη του κόσμου» είναι βασανιστική καθημερινότητα, όμως και στους υπόλοιπους, σ’ εκείνους που με περηφάνια δηλώνουν στο facebook ως μότο ζωής το «σ’ όποιον αρέσουμε», είναι δευτέρα φύσις. Είτε το παραδέχονται είτε όχι.

Γιατί το πρόβλημα είναι αυτό το τελευταίο. Πως, δηλαδή, όλοι μας, λίγο ή πολύ αρεσκόμαστε σε μεγαλοστομίες και δηλώνουμε προς πάσα κατεύθυνση πως διόλου μας ενδιαφέρει τι θα πει ο γείτονας, ο κυρ Μπάμπης ο μπακάλης μας, ο νεαρός ντελιβεράς που φτάνει μέρα παρά μέρα στην πόρτα μας ή ακόμη και οι κολλητοί μας.

Κι αυτό είναι ένας από τους μεγαλύτερους μύθους της εποχής μας, που δημιουργήθηκε απλά και μόνο για να δώσει μια επίπλαστη εικόνα ανεξάρτητων και προοδευτικών ανθρώπων.

Βλέπετε, οι άνθρωποι από την ίδια τους τη φύση είναι πλασμένοι να ζουν σε ομάδες. Επομένως, τι πιο φυσικό από το να επιζητούν την αρμονία σ’ αυτές, άρα και την αποδοχή; Εξάλλου, αν το δούμε και πιο αναλυτικά το να αδιαφορεί κάποιος παντελώς για το τι θα πουν οι γύρω του, όποιοι κι αν είναι αυτοί, δεν είναι δείγμα ανεξαρτησίας και αυτοπεποίθησης, αλλά αλλεργίας στην κριτική, έστω και την πιο μικρή.

Κι αν κάποιος δεν ανέχεται το παραμικρό σχόλιο είτε για την εμφάνιση είτε για τη συμπεριφορά του, τότε κάποιο λάκκο έχει η φάβα και μάλλον αδυναμία φανερώνει.

Φυσικά, τα πάντα έχουν όρια κι ας μοιάζουν ορισμένες φορές δυσδιάκριτα. Άλλο, λοιπόν, να επιθυμείς εντός λογικών- ή ό,τι σημαίνει λογικό για τον καθένα- πλαισίων την έγκριση και άλλο να ζεις με το φόβο της απόρριψης και τον βραχνά της καθολικής αποδοχής.

Εξάλλου, τι είμαστε; Πατάτες τηγανιτές για να αρέσουμε σ’ όλους;

Το ζήτημα, όμως, της γνώμης των άλλων και κατά πόσο αυτή επηρεάζει τη ζωή μας, έχει και μια δεύτερη, εξίσου σημαντική αν όχι επικίνδυνη, πτυχή. Εκείνη που μετατρέπει τη φυσική κι επόμενη επιθυμία του να είμαστε αρεστοί σε άρρωστο κυνήγι της προσοχής των άλλων.

Πώς αλλιώς εκτός από εμμονή μπορείς να χαρακτηρίσεις την τάση κάποιων να αλλάζουν ως άλλοι χαμαιλέοντες ρόλους κάθε που αλλάζουν συνομιλητή; Ή ακόμα χειρότερα να εκμεταλλεύονται την εξωτερική τους εμφάνιση για να προκαλούν είτε έλξη στο αντίθετο (ή και στο ίδιο φύλο) είτε απανωτά εγκεφαλικά στην κομπλεξική τη γειτόνισσα και τον συντηρητικό μπάρμπα της μάνας τους;

Η γνώμη των άλλων είναι μια έννοια πολυσυζητημένη, που κρύβει χίλιους και ακόμη περισσότερους ορισμούς και ερμηνείες. Κι όπως όλα τα πράγματα στη ζωή έχει δύο πλευρές. Σε ποια θα καταλήξεις, την καλή ή την κακή, αν δηλαδή θα χρησιμοποιήσεις τον κόσμο προς όφελός σου ή εναντίον του ίδιου σου το μυαλού, είναι στο χέρι σου.

Κι όσο για εκείνους που ορκίζονται πως κάνουν πάντα του κεφαλιού τους, αγνοώντας τους πάντες γύρω τους «γιατί έτσι» την απάντηση έδωσε χρόνια πριν ο Σοπενάουερ.

«Ο εαυτός μας αποτελείται απ’ αυτό που πραγματικά είμαστε, αυτό που πιστεύουμε ότι είμαστε και αυτό που πιστεύουν οι άλλοι για εμάς. Δεν μπορούμε να αγνοήσουμε την εικόνα μας στους άλλους αφού αποτελεί κομμάτι του εαυτού μας αλλά ούτε και να αφεθούμε ολοκληρωτικά σ’ αυτήν αφού είναι μόνο ένα μικρό μέρος αυτού που είμαστε.»

 

Συντάκτης: Δήμητρα Τσαμποδήμου