Μελαγχολικό το βράδυ, αυτού του παράξενου Ιούνη που λες κι η βροχή είναι δεύτερη φύση του. Κι η φωνή της Αρβανιτάκη να στο βγάζει όλο «Το παράπονο» που είχε μέσα του ο Ελύτης όταν έγραφε τους στίχους.

«Εδώ στου δρόμου τα μισά, έφτασε η ώρα να στο πω, άλλα είναι εκείνα που αγαπώ, γι’ αλλού, γι’ αλλού ξεκίνησα.» Ναι, σίγουρα γι’ άλλου. Και γι’ άλλα.

Τα μεγάλα ονειρευόμουν, όπως όλοι. Μόνο που στο μυαλό μου ήταν ξεκάθαρο από τα πέντε μου κιόλας, ποια ήταν αυτά τα μεγάλα και ουδεμία σχέση είχαν με πρίγκιπες, άσπρα άλογα κι ένα σπίτι που να θυμίζει παιδικό σταθμό.

Ένα σαλόνι γεμάτο φίλους κάθε Κυριακή, ονειρευόμουν. Ίσως γιατί αυτό δίπλα στο παιδικό μου δωμάτιο ήταν πάντοτε άδειο.

Μια δουλειά που θα πηγαίνω με χαρά, θα φοράω τα ωραία μου μεγαλίστικα ρούχα και κανείς δε θα μου κακομιλά, μόνο και μόνο γιατί μπορεί, όπως έκανε ο στριμμένος προϊστάμενος της αγαπημένης μου θείας.

Λίγα χρόνια μετά, στα δεκαπέντε μου, θες το μυαλό μου που έπηζε σιγά σιγά, θες τα πρησμένα απ’ το ξενύχτι μάτια της κολλητής μου όσο έβγαινε εν μέσω πολεμικού κλίματος το διαζύγιο των γονιών της, κι ήθελα περισσότερα.

Έναν σύντροφο. Όχι σύζυγο, μην μπερδεύεσαι. Τους είχα δει και τους συζύγους τι κουμάσια ήταν. Έναν σύντροφο να μου κρατά το χέρι, κυριολεκτικά μα κυρίως μεταφορικά, ήθελα.

Είκοσι χρόνια μετά κι ο επόμενος στίχος του «Παράπονου» ακόμη πιο ταιριαστός. «Σα να ήμουν άλλος στη ζωή, γι’ αλλού κι αλλού πορεύτηκα». Όλοι μας, άλλωστε –εκτός του Ντούγκι Χάουζερ και του Σέλντον Κούπερ– σαν άλλοι δεν πορευτήκαμε;

Όλοι για τα καλύτερα πηγαίναμε κι επιμέναμε πως θα τα πετύχουμε. Όσο όμως είναι στο πλαίσιο της ανθρώπινης φύσης να βάζουμε στόχους, άλλο τόσο είναι και να τους χάνουμε. Να λοξοδρομούμε τόσο που σε μερικές περιπτώσεις να βαδίζουμε στους δρόμους άλλων κι όχι στους δικούς μας.

Σαλόνι γεμάτο φίλους ονειρευόταν ο πεντάχρονος εαυτός μου, όμως κι αυτή η Κυριακή με βρήκε μόνη στον καναπέ παρέα με τη συνήθη οικογενειακή αμερικανιά του Star.

Βόλτες στις εξοχές, χειμώνα καλοκαίρι, έθετε ως εφηβικό στόχο ο γείτονάς μου ο Γιώργος, αλλά πάλι το αφεντικό τον φώναξε Σάββατο απόγευμα για έκτακτη –κι απλήρωτη, εννοείται– βάρδια στο μαγαζί.

Δύο μεταπτυχιακά κατάφερε το θηρίο η Άννα να τελειώσει στην Αγγλία, αλλά το παραμύθι της μάνας της «εγώ δεν έκανα παιδιά για να μην έχω στα γεράματα ούτε ένα ποτήρι νερό», τη χτύπησε κατευθείαν στο κέντρο του φιλότιμου. Άφησε την ανέμελη και πολλά υποσχόμενη ζωή και τον Στιβ και γύρισε, λοιπόν, στην Ψωροκώσταινα, εκεί που οι τίτλοι σπουδών σου εξασφαλίζουν τη μεσημεριανή βάρδια στο σουβλατζίδικο. Κι έχει κι από πάνω και τις παλιές της συμμαθήτριες-στουρνάρια να χύνουν το δηλητήριο περί της κατάντιας της σπουδαγμένης πριγκιπέσσας.

Μια ζωή σαν εκείνες της Disney ονειρευόταν και δικαιούταν μ’ όλη την καλοσύνη που κουβαλούσε στην ψυχή της η Μαρία, όμως τώρα πασχίζει με τη σύνταξη της μάνας της να μεγαλώσει τρία παιδιά που της άφησε αμανάτι ο «πρίγκιπας» πριν πάρει των ομματιών του και πάει στα τσακίδια.

Κι όσο για εκείνους που ζηλεύεις γιατί σου μοιάζουν να τα έχουν όλα όσα ονειρεύτηκαν, ξανασκέψου το λίγο κι άσε τα «ευκολάκια».

Πότε τον είδες, τελευταία φορά τον Κωστή να μη ζητιανεύει ένα βλέμμα της Μαρίνας κι εκείνη επιδεικτικά να τον αγνοεί, τάχα μου πως φροντίζει τους καλεσμένους τους;

Και πόσο, τελικά, ατσούμπαλη είναι η κουμπάρα σου, η Ελευθερία –ξέρεις, αυτή με την τέλεια δουλειά και τον τέλειο γάμο– που όλο σκοντάφτει, μια στο ντουλάπι και μια στις σκάλες, κι οι μελανιές στα χέρια και στο πρόσωπο δεν κρύβονται ούτε με το ακριβό μέικ-απ της;

Όλοι στη ζωή, λοιπόν, γι’ αλλού ξεκινήσαμε. Κι όσο αποφασισμένοι και να ήμασταν κάποια στιγμή χάσαμε το δρόμο. Μαζί χάσαμε και τον χρόνο, που είναι αδυσώπητος και σ’ αφήνει πίσω, παίρνοντας μαζί του ευκαιρίες που δεν ξανάρχονται.

Τα παιδιά που δεν έκανες γιατί δεν ήθελες στο κεφάλι σου μπελάδες, την καλοπληρωμένη θέση που σου πρόσφερε η εταιρεία, όμως εσύ απέρριψες γιατί είχε μπει μέσα σου ο Τσε Γκεβάρα κι έσκουζες «θάνατος στις πολυεθνικές», τους συντρόφους που φιλούσαν το χώμα που πατούσες και ήταν πολύ δεδομένοι για τα γούστα σου…

Όμως εδώ στου δρόμου τα μισά, μην πας μονάχα προς τα πίσω, αλλά σκέψου κι όλα τα όμορφα που έχεις.

Η μοιρολατρεία κι αυτολύπηση είναι από τα χειρότερα χαρακτηριστικά που μπορεί ένας άνθρωπος να έχει.

Και μεγαλύτερη κλισεδουριά απ’ το να παίρνεις σβάρνα ποτήρια και μπουκάλια και να ρίχνεις αγκωνιές στους διπλανούς για να χορέψεις μόνη σου με πομπώδες στυλ το «τι έκανα για πάρτη μου, τι έκανα για μένα», δεν υπάρχει.

Γι’ αυτό τις λένε, άλλωστε, επιλογές και ουδεμία σχέση έχουν με την τύχη. Υπερασπίσου όσα επέλεξες, γιατί και τη λάθος τη στροφή εσύ την πήρες και δεν ήρθε η θεά τύχη να σου κατσικωθεί στο τιμόνι.

Σήκω, λοιπόν, απ’ τον καναπέ, φώναξε τους φίλους από σήμερα Παρασκευή για μεθαύριο και απάντησε με θάρρος στο στρυφνό αφεντικό σου.

Ξεκορνίζωσε τα μεταπτυχιακά και πάρε το πρώτο αεροπλάνο για το Λονδίνο.

Πάρε το «100» την επόμενη φορά που θα σου επιτεθεί το… ντουλάπι και πες στον εαυτό σου πως σου αξίζει έστω και στα 50 κάτι καλύτερο απ’ αυτήν που αποστρέφει το βλέμμα της.

Κι επιτέλους, βροντοφώναξέ το να το μάθουν όλοι πως τα σκαλιά της εκκλησίας δεν τα ανέβηκες, αλλά τον σύντροφο τον αληθινό τον βρήκες.

Εσύ σ’ έφτασες ως εδώ και εσύ θα πας και την υπόλοιπη διαδρομή. Και στην τελική, γιατί να είναι χιλιοειπωμένο το «ποτέ δεν είναι αργά», αν δεν ήταν μεγάλη αλήθεια;

 

Συντάκτης: Δήμητρα Τσαμποδήμου