Στις μέρες των «50 αποχρώσεων του γκρι» και των πρόγονών του, ο έρωτας μοιάζει φλογερός κι απόλυτος. Κόκκινος και τσιρτσιριστός.
Μόνο που δεν προκαλεί πληγές και φουσκαλίτσες στις καρδιές αλλά γρατζουνιές και μπλε-μωβ σημάδια στο σώμα. Το Χόλιγουντ δίνει το ρυθμό κι ένας πλανήτης ολόκληρος χορεύει για έναν έρωτα που φαντάζει υπέροχος, όμως αν επιχειρήσεις να τον πιάσεις όπως το μωρό (έτσι δεν τον φανταζόμαστε;), αφήνει πίσω του σκατούλες.
Πλύση εγκεφάλου και μάλιστα υψηλής ευκρίνειας, για να μην πιξελιάζει και χαλάει το παραμύθι.
Όμως σε μια μικρή γωνιά του κόσμου, υπάρχουν κάποιοι ιθαγενείς που αρνούνται πεισματικά να δηλώσουν υποταγή σ’ έναν έρωτα φτηνό που επιβιώνει μονάχα πάνω σʼ ακριβά, ιδρωμένα σεντόνια και χρειάζεται αποτριχωμένες αντρικές πλάτες και λείους, χωρίς ίχνος κυτταρίτιδας, γυναικείους γλουτούς.
Όλοι εκείνοι που έζησαν ατέλειωτα Σαββατόβραδα απολαμβάνοντας τους, πασπαλισμένους μʼ αβίαστο χιούμορ, μεγαλειώδεις έρωτες του παλιού ελληνικού σινεμά, θα πουν αυθάδικα πως εκεί βρισκόταν ο ένας, ο μοναδικός κι ο απόλυτος έρωτας που και τις καρδιές τσιρτσίριζε αλλά και τη μωρουδίλα τη σωστή, του ταλκ δηλαδή, απέπνεε.
Στην Ελλάδα της βαθιάς φτώχειας υπάρχει ένας ανεκτίμητος θησαυρός. Ο αγαπημένος παλιός κινηματογράφος. Όποια μπομπίνα του κι αν σηκώσεις, θα πειστείς κι εσύ, ο πιο κυνικός, πως ο έρωτας ο απόλυτος γεννήθηκε για δύο.
Άλλωστε μπροστά στο πάθος που κρυβόταν στο βλέμμα του Κούρκουλου για την καμπαρετζο-Καρέζη, τύφλα να ʼχουν όλοι οι χολιγουντιανοί σομιέδες μαζί.
Όποιο φιλμ της χρυσής εποχής κι αν πιάσεις, κωμωδία σαν τον Ζήκο ή δράμα σαν τη «Λόλα», ο έρωτας είναι εκεί. Απόλυτος αλλά κι υπέροχος μες στην αθωότητά του.
Στον κόσμο του παλιού ελληνικού σινεμά, περίοπτη θέση είχαν οι αξίες της κοινωνίας που αν το σκεφτείς λίγο, δεν ήταν μόνο της Ελλάδας του ’50 και του ’60, αλλά διαχρονικές και πανανθρώπινες.
Τʼ αρσενικά τιμούσαν τα παντελόνια τους κι ουδεμία σχέση με τα φρου-φρου κι αρώματα του Χιου Γκραντ και του Τζορτζ Κλούνεϊ ήθελαν να έχουν. Είχαν το δικό τους το άρωμα, το αντρουά. Ένα πέρασμα το μαλλί με νοτισμένα δάχτυλα κι έξω απ’ την πόρτα.
Ήταν άντρες με τα όλα τους εκείνοι του Σακελλάριου, του Φώσκολου (άσχετο πού κατέληξε με τη «Λάμψη») και του Δαλιανίδη. Έριχναν μια σφαλιάρα κι έβλεπε πεταλούδες πράσινες, κόκκινες και κίτρινες η Λίζα Παπασταύρου.
Κάποιοι, οι σκληροί να τους πούμε, όπως ο Κούρκουλος κι ο Φούντας ήταν και παλικαράδες. Δε σήκωναν μύγα στο σπαθί τους και προτιμούσαν, για την κυρά κι αρχόντισσα της καρδιάς τους, ή νʼ αντιμετωπίσουν το μαχαίρι του «Μαύρου» ή να της το καρφώσουν στην καρδιά.
Άλλοι, πάλι, σαν τον Αλέκο Αλεξανδράκη δεν έφταναν στʼ άκρα. Άντε μέχρι ένα χαστούκι, μπας και συνετιστεί η τρελοκαμπέρω που πήραν για γυναίκα.
Υπήρχε κι η σχολή «θα με δεις (να χορεύω) και θα πάθεις ατύχημα» στην οποία έλαμψε ο Παπαμιχαήλ που δεν άφησε ναυπηγείο και πλατεία χωριού που να μη ρίξει μια στροφή, έτσι για να χάσκει μ’ ανοιχτό το στόμα η Βουγιουκλάκη.
Τα θηλυκά, απʼ την άλλη, μες στο μπρίο και στο νάζι. Μοντελάκια με το λουλουδάτο το φουστανάκι, πάντα κάτω απ’ το γόνατο, και καλοχτενισμένες πήγαιναν στον μπακάλη να πάρουν βερεσέ λίγο τυρί για τα μακαρόνια και να διασκεδάσουν με τον νταλκά του Ζήκου.
Άλλες πιο περπατημένες σαν τη Ζωίτσα τη Λάσκαρη, άλλες υποταγμένες στον αφέντη μέχρι, βέβαια, που «ξύπνησαν οι σκλάβοι, Αντωνάκη».
Όμως, ο έρωτας εκεί. Πανταχού παρών.
Αναστέναζαν τις νύχτες οι κοριτσίστικες καρδιές με κάτι μακρόσυρτα «αχ» και τρεμοκοπούσαν με το παραθύρι ανοιχτό, μην κι αποτολμήσει (αχ, μακάρι να το κάνει) ο αγαπημένος και τους κάνει καντάδα.
Αθώος και τρυφερός ο έρωτας όπως τον μάθαμε εμείς οι τυχεροί κι έλα να μου πεις πως δεν το ʼνιωθες, επειδή έλειπε το γυμνό. Ψέματα θα πεις. Μαζί με τον Παπαγιαννόπουλο με πιτζάμα-κελεμπία σταυροκοπιόσουν κι εσύ να πάρει μπρος ο φλώρος Μπάρκουλης και να τη σταματήσει τη Τζένη στο λιμάνι. Μαζί με τον Γεωργίτση αγωνιούσες να γυρίσει το Crazy Girl και να τον κοιτάξει σοβαρά, τώρα που ξούρισε το μουστάκι.
Δεν ήταν, βέβαια, όλα πάντα ρόδινα. Αλλιώς θα έμοιαζαν ψεύτικα. Από το ασπρόμαυρο πανί της οθόνης πέρασαν όλες οι μορφές του έρωτα και του δράματος που τον συνοδεύει.
Κι ανεκπλήρωτους είχαμε κι έλιωνε η Νόρα Βαλσάμη σαν το κεράκι της Λαμπρής για τον Παπαμιχαήλ κι απιστίες είχαμε με τον μπερμπάντη το Λαλάκη (άκου όνομα για wannabe εραστή) κι αμέρικαν μπαρ του το ‘καναν του διοικητή το αστυνομικό τμήμα οι Ζάβαλοι με τα σεντόνια και τα νόθα τους παιδιά.
Όμως, κι αυτές ακόμη οι αναπόφευκτες ατασθαλίες παρουσιάζονταν μ’ έναν τρόπο κάθε άλλο παρά βρόμικο. Κι έτσι σιγά-σιγά όλα έμπαιναν στη θέση τους.
Και το σπουδαιότερο; Αυτό το διαφορετικό που διέθετε το παλιό σινεμά όσο κι αν το έψαξε Χόλιγουντ, όσο κι αν έφαγε τα λυσσακά του, όσες βραδιές στο Νότιγκ Χιλ κι αν έπλασε, δεν το ʼπιασε ποτέ.
Εκείνο είχε νταλκά και σεβντά αγιάτρευτο. Δυο λέξεις απαράμιλλες που μας ήρθαν απʼ τη θάλασσα που μοιραζόμαστε με τους γείτονες Τούρκους και δυο λέξεις που όσο love story κι αν πουλήσουν οι Αμερικάνοι, όσα μεγάλα όπλα κι αν ρίξουν στη μάχη, δε θα τις κατανοήσουν ποτέ.
Ο έρωτας ο απόλυτος είναι σεβντάς. Καημός και κολασμένη επιθυμία. Δεν είναι ούτε καυτά σεντόνια, ούτε χειροπέδες κι αλυσοδεσίματα.