Το ταξίδι που φοβόμαστε να πραγματοποιήσουμε, οι σκέψεις που δειλιάζουμε να ξεστομίσουμε σε εκείνους που αγαπάμε, οι κουβέντες που θέλουμε να πούμε σε εκείνους που μας μειώνουν και μας πνίγουν. Πίσω από αυτά τα λίγα παραδείγματα, κρύβεται κάτι κοινό: Ο φόβος της απώλειας. Η αίσθηση πως κάτι κακό θα μας συμβεί, πως θα απορριφθούμε, θα χάσουμε ανθρώπους ή ακόμα και τον εαυτό μας.
Κυριολεκτικά και μεταφορικά, ο θάνατος κι η απότομη διακοπή επικοινωνίας κι άμεσης επαφής με αυτό που είχαμε, μας κάνει να δειλιάζουμε και να μένουμε στάσιμοι κι ανενεργοί από όνειρα και σκέψεις που θέλουμε διακαώς να πραγματοποιήσουμε και να εκφράσουμε.
Ο φόβος του αεροπλάνου, για παράδειγμα. Δεν είναι φόβος για το ίδιο το αεροπλάνο, αφού ως επί το πλείστον η κατασκευή του πατάει σε χρόνιες μελέτες και προσομοιώσεις. Ούτε το ύψος είναι αυτό που μας κρατάει πίσω απ’ το να πραγματοποιήσουμε εκείνο το ταξίδι στις χώρες της Νοτίου Αμερικής. Εκείνο το μικρό σποράκι του φόβου πως μπορεί να πέσει το αεροπλάνο –καιρικές συνθήκες, αεροπειρατεία, τέλος καυσίμων– και εμείς να πάψουμε έτσι άξαφνα να ζούμε. Αυτή είναι η βαθύτερη αιτία και το κυριότερο άγχος μας. Γιατί αν μας έλεγαν πως θα πετούσαμε με αεροπλάνο το οποίο θα έπεφτε στη μέση του Αμαζονίου, αλλά εμείς θα βγαίναμε ζωντανοί κι αρτιμελείς από εκεί, υπάρχει μια μικρή ίσως περίπτωση να το αποζητούσαμε σαν εμπειρία.
Ακόμα και ιππασία που φοβόμαστε να κάνουμε, κάπου βαθιά μέσα σε όλη αυτή τη σκέψη, κρύβεται ο φόβος του να πέσουμε, να χτυπήσεις και στην καλύτερη των περιπτώσεων να βρεθούμε σε ένα νοσοκομείο με σπασμένα πλευρά. Προτρέχουμε τις σκέψεις μας για κάτι που ούτε καν εστιάζουμε στη διαδρομή, αλλά στο πιθανό άδοξο τέλος που μπορεί να έχει.
Ίσως εκείνη η ραδιοφωνική εκπομπή που θα θέλαμε να κάνουμε και κολλάμε να στείλουμε το βιογραφικό μας, παρ’ όλο που δε χρειάζεται να έχουμε κάποια εμπειρία, μας σκαλώνει και μας κάνει να το σκεφτόμαστε περισσότερο από όσο πρέπει. Φοβόμαστε μήπως γίνουμε ρεζίλι, μήπως μας κοροϊδεύουν ή μήπως δεν είμαστε καλοί. Ε, και; Αν δε δοκιμάσουμε, δε θα ξέρουμε.
Απ’ την άλλη πλευρά, τα αισθήματα που φοβόμαστε να εκφράσουμε σε κάποιον, εμπεριέχουν κι αυτά έναν φόβο. Είτε τα λόγια μας είναι σκληρά, έχοντας ως αποτέλεσμα την απομάκρυνση και το σπάσιμο της μεταξύ μας σχέσης είτε φόβο απόρριψης, που και πάλι έχει να κάνει με το φόβο της απομάκρυνσής του, άρα της απώλειας που θα βιώσουμε.
Δεν είναι πως δεν μπορούμε να αντέξουμε μια απώλεια, κυριολεκτική ή μεταφορική. Είναι εκείνη η αίσθηση του μετέωρου κι ανεκπλήρωτου που φοβόμαστε πως θα μας βασανίζει. Έχουμε γεννηθεί να αντέχουμε και να υπομένουμε τα πάντα. Το θέμα είναι η πίστη στις δυνάμεις, στις αντοχές μας κι εκείνα τα κίνητρα που θέτουμε στον εαυτό μας να μη ξεθωριάζουν. Να παραμένουν αναλλοίωτα κι αλώβητα. Να παραμερίζουμε τις όποιες μαύρες σκέψεις και να δοκιμάζουμε αυτά που θα θέλαμε να κάνουμε κι ας μη μας βγουν. Ας έχουν διαφορετική κατάληξη από αυτή που υπολογίζαμε.
Ο τολμών νικά, λένε και δεν έχουν άδικο. Η ζωή είναι βαρετή για να τη ζούμε μέσα σε γυάλα, κλεισμένοι στο σπίτι. Τολμάμε, παρακινούμε, ρισκάρουμε και προσπαθούμε. Μπορεί να πέσουμε. Θα σηκωθούμε και θα προσπαθήσουμε ξανά. Εξάλλου, γιατί τα όριά μας πρέπει να καθορίζονται απ’ τους φόβους μας κι όχι απ’ τις δυνατότητες και την ψυχική μας πυγμή;
Ας εκτεθούμε. Σε ανθρώπους, σε κινδύνους. Τι πειράζει; Στην τελική, η ζωή αξίζει για τις ευάλωτες στιγμές μας, τις ιδέες, τις σκέψεις και τις πράξεις μας.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη