Η πειθαρχία αποτελεί επίκτητη ιδιότητα σε έναν άνθρωπο, διδασκόμενη κιόλας απ’ την περίοδο της παιδικής ηλικίας, αφορά τη διαμόρφωση της συμπεριφοράς με την εφαρμογή διάφορων τεχνικών. Ορίζεται ως η υπακοή σε κανόνες κι αρχές αλλά και σε εκείνα τα όρια που το παιδί (κι ο μετέπειτα ενήλικας) ακολουθεί με τη θέλησή του. Επέρχεται μέσω της μάθησης κι όχι μέσω της επιβολής. Είναι μια διαδικασία που στηρίζεται στην εμπιστοσύνη και την αγάπη, τόσο απ’ την πλευρά του παιδιού, κυρίως όμως απ’ την πλευρά των γονιών.
Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που βλέπουμε παιδιά στα πάρκα, δημόσιες υπηρεσίες, μαγαζιά ακόμα και στο δρόμο να υιοθετούν τη συμπεριφορά του «μολυβένιου στρατιώτη». Παιδιά αμίλητα, ακούνητα και καμιά φορά αγέλαστα. Μην τυχόν παρεκτραπούν και στενοχωρήσουν το γονιό με κάποια τάχα ανάρμοστη συμπεριφορά. Κι ακριβώς απέναντι απ’ αυτά, υπάρχουν παιδιά που έχουν μάθει να ακούν μονάχα «ναι», φέρονται εγωιστικά, κακότροπα, απαιτούν να βρίσκονται διαρκώς στο επίκεντρο και να κάνουν ό,τι θέλουν τη στιγμή που το θέλουν, γιατί «παιδιά είναι, μωρέ».
Αρκετά μπερδεμένο θέμα τα όρια, τα σωστά και τα λάθη, για κάποιον που προσπαθεί να εξερευνήσει τον κόσμο, που βλέπει μέρα με τη μέρα το σώμα του να αλλάζει, τον εαυτό του να κάνει πράγματα που δεν έκανε πριν και να σκέφτεται περισσότερο περίπλοκα και συνδυαστικά. Και στις δυο περιπτώσεις οι αστοχίες βρίσκονται στη σχέση που έχει αναπτυχθεί ανάμεσα σε γονείς και παιδί.
Ένα πρώτο και συχνό λάθος που γίνεται απ’ την πλευρά των ενηλίκων είναι η φάση του «είπα-ξείπα». Τόσο όταν θέλουν να επιβραβεύσουν όσο και να τιμωρήσουν το παιδί για μια πράξη του. Όσον αφορά την επιβράβευση, αυτό συμβαίνει όταν τάζουν στο παιδί ένα γλυκό ή ένα παιχνίδι και δεν του το παίρνουν ή σχετικά με την τιμωρία η επαναλαμβανόμενη «απειλή», η επαναλαμβανόμενη φράση «θα τιμωρηθείς», χωρίς ποτέ να έρχεται αυτή η τιμωρία.
Χρειάζεται συνέπεια και ξεκάθαρες συζητήσεις για το λόγο που συμβαίνει το καθετί, ώστε να μπορεί το παιδί να κατανοήσει τι αντίκρισμα έχουν οι πράξεις του. Η πειθαρχεία χτίζεται με επιμονή, υπομονή κι αντιμετώπιση του παιδιού ως εν δυνάμει ενήλικα. Μπορεί να κατανοήσει τα πάντα, αρκεί η ερμηνεία μας να βρίσκεται στο πλαίσιο της αντίληψής του.
Τα πολλά «όχι» κι οι πολλές αρνήσεις όχι μόνο δεν πειθαρχούν, αλλά ψαλιδίζουν την προσωπικότητα του παιδιού και μειώνουν τη φόρα της πνευματικής του εξέλιξης. Φυσικά και δεν παροτρύνουμε τα διαρκή «ναι». Τα «όχι» όμως που θα ειπωθούν οφείλουν να ακολουθούνται από μια αιτιολογία και μια εναλλακτική πρόταση. Γνωρίζει πως δεν επιτρέπεται να φωνάζει και να τρέχει σε κλειστούς χώρους, γιατί θα ενοχλήσει τους υπόλοιπους γύρω του, μπορεί να κάνει υπομονή για την ώρα της παιδικής χαράς.
Χρειάζεται σεβασμός στις ανάγκες του κι ενίσχυση στην έκφραση των συναισθημάτων του. Δεν είναι κακό να κλαίει, αρκεί να γνωρίζει το γιατί και να αναγνωρίζει το συμβάν που το οδήγησε σε αυτή τη συναισθηματική κατάσταση. Οι γονείς οφείλουν να δείξουν τους σωστούς τρόπους έκφρασης αυτών. Για παράδειγμα, όταν νιώθει θυμό μπορεί να πηγαίνει στο δωμάτιό του, στον προσωπικό του χώρο, να ηρεμεί. Όχι να πετάει πράγματα, να κλοτσάει και να σέρνεται στα πατώματα.
Σεβασμός χρειάζεται κι απ’ τις δυο πλευρές. Δεν μπορείς να διδάξεις σεβασμό, αν εσύ δεν τον προβάλλεις και δεν τον επιδεικνύεις. Τον σεβασμό εξάλλου τον κατακτάς, δεν τον επιβάλλεις. Κι αν τον επιβάλλεις οι πιθανότητες να έχεις τα αποτελέσματα που θες είναι ελάχιστες.
Τα παιδιά χρειάζονται χρόνο. Να συζητήσεις μαζί τους, να κουβεντιάσεις για τις «επιτρεπτές συμπεριφορές» και για συμπεριφορές που καλό θα ήταν να αποφεύγονται, να εξηγήσεις το «γιατί». Να ενισχύεις την προσωπικότητά τους και να αιτιολογείς, όσες φορές κι αν χρειαστεί για να κατανοήσουν.
Δεν είναι απάντηση το «γιατί έτσι θέλω» ή «γιατί το λέω εγώ». Επιχειρηματολογία και παραδείγματα χρειάζονται. Η πειθαρχία θα επέλθει αβίαστα μέσω της μίμησης και του παραδειγματισμού. Δεν πειθαρχείς ένα παιδί λέγοντάς του να καθίσει σε μια καρέκλα και να μην κάνει τίποτα. Έτσι το παραλύεις, δεν το πειθαρχείς!
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη