Όσα χιλιόμετρα και αν έτρεξες μακριά, βρισκόταν εκεί. Όσες προσπάθειες κι αν έκανες να φύγει από τη ζωή σου, γυρνούσε πάλι. Όσες φορές κι αν δοκίμασες να κάνεις νέα αρχή, δε σε άφησε ποτέ. Έντονη, δυναμική, περίεργη παρουσία. Αθόρυβη μεν, έντονη δε. Χάος η κατάσταση.

Κυλήσανε οι μέρες. Πέρασε τόσο γρήγορα ο καιρός, έγιναν τόσα πολλά και όμως ακόμα εδώ. Ήταν πάντα εδώ όσο κι αν προσπαθούσε να το κρύψει. Εσύ επέμενες σε ένα τέλος διότι όλο αυτό το «πήγαινε-έλα» σε κούρασε. Μα δεν μπορούσες να κάνεις κι αλλιώς εκτός από το να το δεχθείς. Υπήρξαν στιγμές που ένιωσες πως δε θα αποτελεί πλέον κομμάτι της ζωής σου μα ακόμη και τότε κάτι σου έλεγε ότι δε θα τελειώσει έτσι η ιστορία.

Αρχικά πρέπει να ειπωθεί πως δε μιλάμε για μια όμορφη ιστορία αγάπης. Θα μπορούσε να περιγραφτεί ως εκείνα τα διηγήματα που σου σπαράζουν λίγο την καρδιά, λίγο σε συγκινούν και λίγο σου δείχνουν πως άμα κάποιος θέλει να είναι στην ζωή σου, θα είναι. Δεν έπαψε στιγμή να ενοχλεί λοιπόν. Όταν όλοι έφευγαν, βρισκόταν εκεί. Όταν παρουσιαζόταν ένα πρόβλημα, πάλι εκεί. Έκανε τη ζωή που ήθελε μα σε κρατούσε πάντα κι εσένα μαζί. Δε σου υποσχέθηκε ποτέ, δε δόθηκαν ποτέ τίτλοι, δεν έδειξε ποτέ ξεκάθαρα τι θέλει ούτε τι δε θέλει, μα το σημαντικό είναι πως ενοχλούσε, διότι ενοχλούσε πάντοτε με ένα τρόπο ιδιαίτερο. Έναν τρόπο που δεν μπορούσες να αντισταθείς.

Πήρες τόσες πολλές φορές την απόφαση να βάλεις τέλος. Τόσα πολλά, «απόψε και μετά τίποτα. Πάμε άλλη μια γύρα και μη με ξαναψάξεις. Για τελευταία φορά. Απόψε θα είναι η τελευταία. Βάζω τέλος. Ήρθε ο καιρός να μπει μια τελεία.». Και κάπως έτσι δεν έφτασε ποτέ η τελευταία φορά. Κάπως έτσι είπατε και ξε-είπατε. Χιλιάδες φορές. Αμέτρητες. Πάντα ένα τέλος και μια αρχή συνδυασμένα άλλοτε τόσο αρμονικά και άλλοτε δυσαρμονικά.

Συνήθως όταν λέμε τέλος δεν το εννοούμε ποτέ. Είναι που όταν το πεις είναι για να το πιστέψεις εσύ ο ίδιος. Όταν το δηλώσεις είναι για να το ακούσει ο εαυτός σου και να παρηγορηθεί ότι όντως θα το καταφέρει. Μα στην τελική, ποιον κοροϊδεύουμε; Τους φίλους, τους γνωστούς ή τους εαυτούς μας ;

Είχες πει τέλος και μετά τίποτα. Είχες πει πως δε θέλεις να ξαναμιλήσεις στο πρόσωπο αυτό. Σου είχε πει και εκείνος πως δε θέλει άλλο να ασχοληθεί με τις γκρίνιες σου, πως δεν πρόκειται να ξανασυζητήσει τα ίδια και τα ίδια. Είχε πει πως προχωρά και το έκανε μα πάντα άφηνε μια άγκυρα στο δικό σου λιμάνι. Όσο και να θέλεις να το αλλάξεις αυτό, έχεις ήδη ασυνείδητα δώσει τα δρομολόγια της ζωής σου και αφέθηκες. Δεν είναι που φοβάσαι να ζήσεις χωρίς αυτό το άτομο είναι που προσπάθησες πολλές φορές κι όλο ενοχλούσε. Και όσο και να μη θέλεις να το παραδεχθείς πάντοτε σου άρεσε η ενόχληση αυτή.

Είχες πει τέλος. Μα είναι που με τον καιρό κατάλαβες πως δεν μπορείς να το τηρήσεις όχι μόνο γιατί δε θέλεις μα και γιατί η ζωή δε σας αφήνει να χαθείτε. Δε διώχνεις ανθρώπους που επιδιώκουν συνεχώς να βρίσκονται δίπλα σου. Δε συναντάς κάθε μέρα άτομα που να επιμένουν και να υπομένουν. Αν το σκεφτείς λίγο καλύτερα θα δεις πως έτρεξες κι εσύ πολλές φορές μακριά χωρίς λόγο και χρειάστηκε να σε κυνηγήσει. Χάθηκες για λίγο μα σε έψαξε. Χάθηκες ξανά και ενδιαφέρθηκε.

Σε ενοχλεί συνεχώς είτε αθόρυβα, είτε κάνει κρότο πάντως το κάνει με σκοπό. Και ο σκοπός ένας είναι. Να μη σε χάσει. Δεν είναι όλες οι σχέσεις εύκολες. Υπάρχουν κι αυτές που για να τις κρατήσεις θα κουραστείς, θα βαρεθείς, θα κλάψεις, θα θέλεις να τα παρατήσεις, θα πεις πως δεν αξίζει μα κάπου ανάμεσα σε όλα αυτά οι μήνες θα περνάνε κι εσύ θα βρίσκεσαι εκεί.

Σε ένα εκεί, σε ένα μαζί που θα μοιάζει πολύ πιο ουσιαστικό από κάθε μακριά. Διότι το μακριά είναι εύκολη υπόθεση στην ουσία. Διαγράφεις, ξεχνάς προχωράς. Το εδώ είναι που πονάει. Κλείνοντας, ας πιούμε στο τώρα και στο κάθε τώρα. Στο ένα ακόμη τηλεφώνημα, σε μια ακόμη συζήτηση, σε ένα ακόμη άγγιγμα, μια αγκαλιά, μια νύχτα. Σε ένα ακόμη «Τέλος» που ούτε εσείς το πιστεύετε. Έτσι λοιπόν πριν φύγεις ψιθύρισε: «Θα σε ψάχνω πάντα, θα σε βρίσκω συνέχεια. Για τώρα και κάθε τώρα».

 

 

Συντάκτης: Ιωάννα Μιχαήλ
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου