Εκείνη την ώρα τη μεγάλη, τη δύσκολη, την ώρα της φυγής, δε θα σταθώ μικρή κι ανάξια. Εκείνη την ώρα, θα μαζέψω όλες τις λέξεις, θα βάλω τα πιο ωραία μου ρούχα και θα σταθώ απέναντί σου για να σε χαιρετήσω όπως σου αξίζει, με μια αλήθεια και μια συγγνώμη.
Εκείνη την ώρα του φευγιού, θα σκοτώσω την ελπίδα για να σου χαρίσω τη ζωή που ονειρεύτηκες. Τη ζωή εκείνη που εγώ δε θα μπορέσω ποτέ να σου προσφέρω. Κι έτσι θα ξεκινήσω και θα τελειώσω με μια συγγνώμη που στην αρχή θα σε εξοντώσει, ύστερα θα προσπαθήσει να σε γαληνέψει και στο τέλος (ελπίζω πως) θα σε ελευθερώσει.
Συγγνώμη που δεν μπόρεσα να σε κάνω ευτυχισμένο. Ξέρεις, ήθελα να το ‘χα καταφέρει. Προσπάθησα πολύ, αλήθεια, απλά δεν μπόρεσα. Δεν έφτασε η αγάπη για να με κάνει να ξεχάσω. Κι ας μου την έδωσες όλη, ατόφια, απέραντη, αλώβητη κι ειλικρινή. Δεν έφτασε να σκοτώσει τις σκιές που με καταδίωκαν κάθε βράδυ. Δεν έφτασε για να μου απαλύνει τον πόνο. Συγχώρα με, λοιπόν γι’ αυτό.
Συγνώμη που δεν μπόρεσα ποτέ να σ’ αγκαλιάσω όπως εκείνον. Δεν έφταιγες εσύ. Η αγκαλιά σου ήταν πάντα ανοιχτή δίχως καν να το ζητήσω, ξεχείλιζε από νοιάξιμο, αλλά δεν την μπορούσα, μ’ έπνιγε. Ήταν, βλέπεις, που σε έναν άλλον καιρό η αγκαλιά μου ταίριαξε τόσο με ‘κεινη την άλλη που ήταν λες και γεννήθηκα για να ζήσω για πάντα εκεί κι από τότε δεν ξεκλείδωσε ποτέ για καμία άλλη.
Συγνώμη που δε σε φώναξα ποτέ «ζωή μου». Το ‘ξερα πως δε θα ξεστόμιζα ποτέ ξανά κάτι τόσο βαρύ. Έτσι τον έλεγα εκείνον κι εννοούσα το κάθε γράμμα. Έτσι δε θα φώναζα ποτέ ξανά κανέναν. Του την είχα αφιερώσει άλλωστε τη ρημάδα κι όχι γιατί το διάλεξα, αλλά γιατί με ή χωρίς αυτόν για ‘κείνον ζούσα.
Συγγνώμη που δεν μπόρεσα να μοιραστώ μαζί σου τα όνειρά μου. Βλέπεις, όλα μου τα όνειρα τα έκανα μαζί του. Ο πρωταγωνιστής ήταν εκείνος. Πάντα εκείνος. «Γιατί από έρωτα σε έρωτα πάντα μεσολαβεί λίγο κενό». Κι εγώ εκείνο το κενό δεν μπόρεσα ποτέ να το καλύψω. Κι έτσι έμεινα εκεί, άδεια και παθητική, να περνάει η ζωή από πάνω μου δίχως να την προλαβαίνω και δίχως να με περιμένει.
Συγγνώμη για το άδειο μου βλέμμα και για το σπάνιο χαμόγελό μου. Δεν έφταιγες εσύ, αλήθεια. Είναι που πνιγόμουν απ’ τον ίδιο μου τον εαυτό. Είναι που ένιωθα τύψεις γι’ αυτά που ήξερα πως δε θα μπορούσα ποτέ να σου δώσω. Είναι που σ’ αντίκριζα κι ένιωθα ο χειρότερος άνθρωπος του κόσμου. Είναι που προσπάθησα τόσο πολύ, μα δεν την κέρδισα τη μάχη.
Συγγνώμη που σ ‘αφήνω τώρα. Ξέρω ότι θα με μισήσεις αλλά είναι ίσως ό,τι πιο σωστό έχω κάνει στη ζωή μου. Δε θα σου πω ατάκες του σωρού, τύπου «σου αξίζει κάτι καλύτερο». Θα σου πω ότι σου αξίζει το αμοιβαίο. Αυτό που στη ζωή του ο άνθρωπος το βρίσκει μία, το πολύ δυο φορές, ίσως όμως και καμία. Δεν έχω το δικαίωμα να σου στερώ την ευκαιρία να το συναντήσεις.
Συγγνώμη που δε σου χάιδεψα τα αφτιά με φτηνές δικαιολογίες κι όμορφα ψέματα. Το ψέμα κάνει την αλήθεια να φαίνεται πιο υποφερτή. Μα δε θα μπορούσα. Στάθηκα εδώ μπροστά σου και στα είπα όλα κοιτώντας σε στα μάτια.
Μάζεψα όσο κουράγιο μου έχει απομείνει, αρνήθηκα τη βολή δίπλα σε σένα που γνώρισες κι αγάπησες τη χειρότερη πτυχή του εαυτού, μόνο και μόνο γιατί σε νοιάστηκα και σε πόνεσα. Η ζωή, βλέπεις, περνάει γρήγορα. Η ζωή δεν περιμένει κανέναν. Γι’ αυτό σ’ αφήνω. Για να ζήσεις τη δική σου, εκείνη που ονειρεύτηκες με μένα, χωρίς εμένα. Σ’ αφήνω για να ζήσεις τη ζωή που ονειρεύτηκες με κάποια που θα χωράει στη ζωή της τα όνειρά σου και θα θελήσει να τα κάνει πραγματικότητα.
Ίσως σε μίαν άλλη ζωή, δίχως παρελθόν και σπασμένα ρολόγια, να σε έκανα ευτυχισμένο. Ίσως σε μίαν άλλη ζωή, δίχως σειρές προτεραιότητας, να ‘μένα μαζί σου. Σε τούτη, όμως, δεν μπόρεσα. Συγγνώμη.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη