Θυμάμαι σαν να ‘ταν χθες. Τότε που τα βλέμματά μας διασταυρώθηκαν πρώτη φορά. Τότε που δεν ξέραμε καλά-καλά τι είναι αυτό και γιατί γίνεται. Τότε που όλα συνέβησαν για πρώτη φορά. Αγνά, ανεξίτηλα και πρωτόγνωρα συναισθήματα χωρίς οδηγίες χρήσης. Αυτό συμβαίνει μόνο μία φορά∙ την πρώτη.

Κι ύστερα το πράγμα σοβάρεψε, γιατί βυθιζόμουν όλο και περισσότερο στο απέραντο των ματιών του. Δυο μάτια μεγάλα, γεμάτα συναισθήματα. Και μετά μια μεγάλη αγκαλιά που ήταν λες και φτιάχτηκε για να κρατάει μέσα μόνο το κορμί μου. Ξέγνοιαστοι, ανέμελοι, μαθητές ακόμη τότε, μόνο αυτά αρκούσαν για να σκιαγραφήσουν την απόλυτη ευτυχία.

Μεγαλώνοντας, άρχισαν τα πρώτα χάδια και τα πρώτα αγγίγματα, και τότε ξεπρόβαλε μπροστά μας ένας μεγάλος έρωτας, πολύ πάθος και καθόλου λογική. Μα τον ζήσαμε κι αυτόν, με τα πάνω του, τα κάτω του, η επιθυμία ήταν πάντα η ίδια, τόσο μεγάλη που σχεδόν γινόταν ανάγκη. Κι έτσι, μεγάλωσα χαμένη μέσα σ’ αυτά τα δυο μάτια, που άλλοτε με γέμιζαν χαρά κι άλλοτε με γκρέμιζαν στον πάτο. Κάπου εκεί φτιάχτηκε αυτό το ανυπέρβλητο δέσιμο των ψυχών μας, που λίγοι άνθρωποι γνωρίζουν τι είναι. Μόνο αυτοί που το έχουν ζήσει.

Μα οι ιστορίες αγάπης δεν έχουν πάντα αίσιο τέλος. Ξέρεις, ο άνθρωπος είναι απ’ τη φύση του ον περίεργο κι αχάριστο κι όταν τα ‘χει όλα αναπολεί τι περισσότερο θα μπορούσε να ‘χει. Κι έτσι, η ιστορία αυτή τελείωσε δέκα χρόνια μετά. Φοιτητές πλέον κι οι δυο, μετά από έναν μεγάλο καβγά και λόγια που ανταλλάξαμε και που ποτέ δεν ξεχάσαμε, ένα βράδυ τελείωσε.

Κι έτσι, η απώλεια τσαλάκωσε τις ψυχές μας για τα καλά, τραβήξαμε δρόμους χωριστούς, ξαναφτιάξαμε τις ζωές μας και δε συζητήσαμε ποτέ ξανά για ό,τι έγινε. «Και περάσαν οι ζωές μας, δε βρεθήκαμε ποτέ μας, και τη θέση σου την παίρνουνε σκιές…». Μόνο μία φορά βρεθήκαμε τυχαία στο δρόμο. Κοιταχτήκαμε, θυμηθήκαμε αυτά που ποτέ δεν αφήσαμε πίσω μας, γυρίσαμε πλάτη και τραβήξαμε πάλι ο καθένας το δρόμο του.

Κι όλο προσπαθούσα, μέρες, μήνες, χρόνια, να γεμίσω εκείνο το πελώριο κενό. Μα δεν το γέμιζε, τελικά, καμιά άλλη αγάπη. Οι άλλες αγκαλιές δεν ταιριάζανε στη δικιά μου και των άλλων τα φιλιά ήταν πάντα ξένα. Μα προσπάθησα πολύ, ώσπου στο τέλος συμβιβαστικά, για λίγο.

Για λίγο ή για τόσο. Συμβιβάστηκα μέχρι τη μέρα που μου γκρέμισες ξανά όλα αυτά που είχα πείσει τον εαυτό μου πως ισχύουν για να μπορέσω να συνεχίσω τη ζωή μου. Όλα αυτά τα μεγάλα ψέματα που είπα στον εαυτό μου για να αντέξω∙ πως δε μ’ αγάπησες ποτέ, πως μόνη μου το φαντάστηκα όλο αυτό που ζήσαμε και πως δεν ένιωσες ποτέ ό,τι είχα νιώσει εγώ για σένα.

Συμβιβάστηκα μέχρι τη μέρα που σε είδα μπροστά μου ξανά, να μου λες πως δεν την αντέχεις τη ζωή σου χωρίς εμένα, πως σε βαραίνει, πως δε σ’ αφήνει να αναπνεύσεις -κι όλα αυτά έξι χρόνια μετά.

Κι ίσως οι πιο μεγάλοι άγνωστοι να ‘ναι αυτοί που κάποτε γνωριζόντουσαν καλά. Κι ίσως να μην τελειώνουν όλες οι ιστορίες το ίδιο, μα εγώ ξέρω, βαθιά μέσα μου ξέρω, τι μας κράτησε μαζί. Εγώ μεγάλωνα για σένα κι εσύ για μένα.

Συντάκτης: Helena
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη