Ο πολιτισμός κι ο έρωτας είναι δυο έννοιες εκ δια μέτρου αντίθετες. Όπου υπάρχει έρωτας δεν υπάρχει πολιτισμός κι όπου υπάρχει πολιτισμός δεν υπάρχει έρωτας. Αυτό συμβαίνει στις πλείστες των περιπτώσεων όπου δυο άνθρωποι αγαπήθηκαν πολύ, βίωσαν παράφορα συναισθήματα, μα κάηκαν μέσα στη φωτιά τους. Έτσι για τους πιο πολλούς γίνεται ακατόρθωτο ν’ ακούνε έστω κι ένα «γεια» από έναν άνθρωπο που κάποτε τους φώναζε «αγάπη μου».
Αφήνοντας πίσω μια σχέση δυνατή δε θες να κρατάς επαφές. Οι επαφές πληγώνουν, θυμίζουν και τυραννούν. Προσωπικά το βρίσκω τρομερά υποκριτικό να συμπεριφέρεσαι φιλικά και τυπικά σ’ έναν άνθρωπο που δεν μπόρεσες ποτέ να αφήσεις πίσω σου.
Στην αρχή δε μιλάτε γιατί είναι όλα πολύ νωπά. Η παραμικρή λέξη πονάει. Και μετά, ξεκινάς να συνηθίζεις το βουβό πόνο, τη σιωπή και την απώλεια. Μόλις περάσει ο θυμός ξεκινάς να περιμένεις. Πάντα περιμένεις κάτι. Αυτή τη λέξη που θα σε πονέσει, αλλά συνάμα θα σε λυτρώσει. Κι ίσως αυτή η λέξη να μην έρθει ποτέ να σε βρει. Κι ίσως το τέλος τελικά εκείνος να το εννοούσε.
Και μετά περιμένεις ξανά. Περιμένεις ώρες, μέρες, μήνες, χρόνια. Κι όταν περάσουν τα χρόνια οι λέξεις δε βγαίνουν εύκολα. Προτιμάς την καλοβολεμένη σου σιωπή, τα καταπιεσμένα και καλά κρυμμένα συναισθήματα και την απραξία. Τα βήματα φαντάζουν μεγάλα κι οι αποστάσεις αγεφύρωτες. Κι είναι φορές, που ενώ ο πόνος σε ακουμπάει και ξαφνικά σου σφίγγει την καρδιά, αναρωτιέσαι αν όλα αυτά τα έχεις ζήσει εσύ ή τα ’χεις φανταστεί.
Κι όταν ο καιρός περάσει κουραστικά κι ανυπόφορα εσύ μαθαίνεις ότι εκείνος προχώρησε τη ζωή του. Ξαφνικά οι λέξεις φαίνονται ανύπαρκτες κι ο εγωισμός ένα θηρίο που δε θα τις αφήσει ποτέ να βγουν απ’ τα χείλη. Και τότε ξεκινούν τα αναπάντητα ερωτήματα περί αληθινής αγάπης. Και κάπου εκεί αποφασίζεις πως ήταν όλα ψέμα. Κι οι λέξεις πάλι δε βγαίνουν. Μένουν εκεί. Βουβές κι ακίνητες. Και τα σωθικά σου καίνε, και κάθε φορά που πρέπει να πεις το «γεια» βρίζεις, η καρδιά δεν υπακούει και το μυαλό ζητά εκδίκηση.
Όταν κάποια στιγμή μεγαλώσεις μαθαίνεις ν’ αγαπάς. Πάλι βουβά, γιατί τα λόγια δε χωράνε μες τους ανθρώπους που κάποτε μοιράστηκαν και τα ‘παν όλα. Μαθαίνεις ν’ αγαπάς μόνος, χωρίς να ζητάς, χωρίς να περιμένεις ανταπόκριση. Κι όταν σταματήσεις να περιμένεις κάτι, αυτό σου αρκεί για να σταματήσει αυτή η αγάπη να σου τρώει τα σωθικά. Κι έτσι νιώθεις πλήρης που στάθηκες τυχερός και ένιωσες, έστω για μία φορά στη ζωή σου. Και δε χρειάζεσαι πια ούτε μια αγάπη, ούτε μια αγκαλιά ν’ ακουμπήσεις πάνω της την κουρασμένη σου ψυχή.
Κι έτσι, όταν βρίσκεστε τυχαία στο δρόμο, κοιτιέστε με νοσταλγία. Σκάτε ένα δειλό χαμόγελο, μα δε μιλάτε ποτέ. Γυρίζετε την πλάτη και τραβάει ο καθένας το δρόμο του. Έτσι ήταν καλύτερα. Έτσι είναι καλύτερα και για τους δυο.
Γιατί όπως είπε κι ο μεγάλος Έλληνας ποιητής «αν δεν μπορείς να κάνεις τη ζωή σου όπως τη θες, τούτο προσπάθησε, όσο μπορείς μην την εξευτελίζεις».
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου