Οι ανθρώπινες σχέσεις είναι αυτές που ορίζουν την ζωή μας. Κάτι τόσο καθημερινό αλλά συνάμα τόσο δύσκολο. Άνθρωποι μπαίνουν, βγαίνουν κι άλλοτε μένουν στη ζωή μας. Κάποιοι από αυτούς καθορίζουν την ευτυχία μας, τον ενθουσιασμό μας, τη λύπη μας αλλά και τη χαρά μας. Ο χρόνος, η πιο σημαντική μεταβλητή σ’ αυτή την εξίσωση παίζει πάντοτε τον πιο ουσιαστικό ρόλο τόσο στη φύση όσο και στη διάρκεια της σχέσης. Κάποιες φιλικές, άλλες περιστασιακές, άλλες τυπικές κι άλλες ερωτικές. Εγώ όμως σήμερα θα σας μιλήσω για τις ερωτικές. Όχι αυτές τις νερόβραστες, τις συγκαταβατικές, τις λίγο κρύο, λίγο ζέστη. Όχι γι’ αυτές που με το διάλογο λύνονται όλα. Για τις άλλες θα σας μιλήσω, τις εκρηκτικές, τις θυελλώδεις, τις σχέσεις πάθους, γι’ αυτές που είναι όλα ή τίποτα.
Σε μια τέτοια σχέση σαν και τη δική μας το «λίγο» δε χωρούσε. Εξάλλου μας χαρακτήριζε και τους δυο η υπερβολή στο κάθε τι. Δεν μπορούσαμε ούτε μια μέρα χώρια. Σε κάθε λέξη μας ξεπρόβαλε κι ένας όρκος αιώνιας αγάπης. Μια ζήλια παράλογη κι αναίτια και στο τέλος θριάμβευσαν οι ομηρικοί μας καβγάδες. Κάπου εκεί υπέβοσκε κι ένας υπέρτατος κι αμφίδρομος εγωισμός, πολύ πάθος, καθόλου λογική. Μην αγγίξει κάποιος άλλος αυτό το τόσο δικό μου. Έτσι δεν είναι όμως οι μεγάλοι έρωτες; Για έναν τέτοιο παράλογο έρωτα δε ζούμε; Ώσπου στο τέλος ήρθε ο χωρισμός. Λίγο που νιώθαμε πολλά και δεν μπορούσαμε να τα διαχειριστούμε, λίγο η αξιοπρέπειά μας που πήγαινε να χαθεί κι αυτή πια, λίγο ο παραλογισμός μας, δεν αντέξαμε. Και να που φτάσαμε στο τέλος. Ένας εκκωφαντικός χωρισμός, με προσβολές και μεγάλα λόγια που στο τέλος μας έκαναν δυστυχισμένους, αλλά δεν τα πήραμε ποτέ πίσω. Εγώ από αξιοπρέπεια κι εσύ από φόβο. Και στο τέλος επικράτησε η λογική.
Και τα χρόνια περνούσαν, κι όταν βρισκόμασταν στο δρόμο γυρίζαμε πλάτη. Κι όταν κάποιος μας ρωτούσε αλλάζαμε θέμα. Και σε άλλες αγκαλιές τρέξαμε να κρυφτούμε. Κι ότι μπορέσαμε το κάναμε για να εκδικηθούμε και να ξεχάσουμε. Μα τελικά θυμόμασταν ακόμα. Κι έλεγα μέσα μου πως όλη σου η ζωή δεν θα σου φτάσει να τρέχεις να γλιτώσεις από τα σφάλματα που δε συγχωρέσες ποτέ ούτε στον ίδιο σου τον εαυτό. Μα ακόμα κι έτσι από μακριά, πάντα ήμουνα εκεί. Ένα βήμα μπροστά από σένα. Να προλάβω να σε σώσω από καθετί που δεν μπορούσες να πολεμήσεις μοναχός σου. Κι αν δε σου μιλούσα πια δεν ήταν γιατί δε σ ‘αγαπούσα. Δεν σου μιλούσα γιατί σ ‘αγάπησα πολύ και θα’ θελα να μ’ αγαπάς το ίδιο, δίχως να το ξέρεις, δίχως να σε βαραίνει η υποχρέωση της δικής μου αγάπης. Και στο τέλος, πάντα με γνώμονα τη λογική, προσπαθήσαμε πολύ να φτιάξουμε τις ζωές μας χωριστά. Καρδιά-μυαλό, σημειώσατε Χ.
Μα ακόμα κι έτσι, η καρδιά νικάει το μυαλό πάντα ετεροχρονισμένα. Το μυαλό κάνει τον έρωτα να φαίνεται ανάγκη επιβίωσης και την αγάπη ένα μέρος για να κρύψεις καλά τα λαβωμένα σου χέρια. Κι όταν περάσει ο καιρός κι η καρδιά δεν ξεχειλίζει από τον έρωτα που φαντάστηκε κι οι πληγές δεν κλείνουν, τότε νικά η καρδιά και κάνει το σωστό. Το δικό της σωστό, αντίθετα στα πρέπει των πολλών και στις συμβουλές των λίγων. Κι έτσι η καρδιά νικά, αργά και πάντοτε ετεροχρονισμένα.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου