Πέρασες απ’ τη ζωή μου σαν αστραπή, κι ας ήτανε πολλά τα χρόνια εγώ έτσι τα θυμάμαι, φωτεινά κι ευτυχισμένα. Μα πιο πολύ απ’ όλα θυμάμαι το τέλος. Το τέλος κάθε μεγάλου πρώτου έρωτα, που δεν κατάφερε ποτέ να επιβιώσει με μια φτηνή δικαιολογία που ερμηνεύεται στη φράση «απλή ασυμφωνία χαρακτήρων».
Το μόνο που δε μου ταίριαξε ποτέ σ’ αυτήν τη φράση είναι η λέξη «απλή». Γιατί όταν φτάσει αυτή η ώρα όλα φαντάζουν δύσκολα, αλλόκοτα και πρωτόγνωρα. Είναι η στιγμή στη ζωή κάθε ανθρώπου όπου για πρώτη φορά πρέπει να πάρει τη ζωή στα χέρια του και να συνεχίσει μόνος. Κι αν δεν ήσουνα ποτέ μόνος; Κι αν όσο πίσω κι αν γυρίσεις τον άνθρωπο αυτόν τον βρίσκεις κάπου εκεί τριγύρω;
Είναι η στιγμή που συνειδητοποιείς ότι αυτά που φαντάστηκες ή ονειρεύτηκες θα τα ζήσεις τελικά με κάποιον άλλον, που μπορεί να είναι ο δεύτερος ή ο τρίτος ή ο τέταρτος. Κανείς όμως απ’ αυτούς δεν ήταν και δε θα ‘ναι ποτέ ο πρώτος. Δαγκώνεις χείλη, παίρνεις μια βαθιά ανάσα και προχωράς. Άλλοι το κάνουν για να το πιστέψουν, άλλοι γιατί βαρέθηκαν τη μοναξιά και οι πιο πολλοί γιατί έχουν χάσει πια την ελπίδα.
Κάποτε σου είχα πει «πριν σώσεις την ανθρωπότητα αναλογίσου πόσο άνθρωπος στάθηκες εσύ μ’ αυτούς που σε νοιάστηκαν και σ’ αγάπησαν πιο πάνω κι απ’ τον εαυτό τους.» Κι ύστερα έρχεται η πραγματικότητα και σου δίνει το πιο δυνατό χαστούκι.
Χαλάσαν οι άνθρωποι. Γκρεμίζουν κόσμους, χτίζουν τείχη ψηλά κι ανυπέρβλητα, πουλάνε την ψυχή τους για λίγο εγωισμό, εκδικούνται την αγάπη, βολεύονται με το «λίγο» και μετά καυχιούνται για τη νίκη τους. Κι είσαι κι εσύ, που ακόμη πιστεύεις στο ευτυχισμένο τέλος ενός μεγάλου έρωτα. Κι ενώ όλα φαίνεται πως έχουν τελειώσει κάποιος που πίστεψε σε σένα περιμένει ακόμα την ανατροπή.
Να κερδίσεις το παιχνίδι λίγο πριν τη λήξη του αγώνα. Να παλέψεις για πρώτη φορά γι’ αυτά που θέλησες τόσο, μα λίγο πριν τα κατακτήσεις σκέφτηκες πως δεν τα φτάνεις. Σου είχα πει, αν η καρδιά σου χτυπάει ακόμα τρέξε. Τρέξε και σου υπόσχομαι πως στο τέλος θα σε χειροκροτήσουν.
Και τα χρόνια περνούσαν κι εγώ ήλπιζα υπομονετικά σε μια μεγάλη συγκίνηση που θα με έκανε να ξεχάσω μια για πάντα. Μα ακόμη κι έτσι, κάθε βράδυ ερχόντουσαν όλα στα μυαλό μου. Ευτελή «σ’ αγαπώ» και κομματιασμένα «θέλω» κλεισμένα πάντα σε απόκοσμα συρτάρια, μην περάσεις και τ’ ανοίξεις και θυμηθείς κι αρχίσεις πάλι να ελπίζεις. Ώσπου μια μέρα γύρισες, δίχως να σε περιμένω. Γύρισες να διεκδικήσεις με όπλα και πανοπλίες το τρόπαιο που ξέχασες να πάρεις φεύγοντας. Μα γελάστηκες και τρόμαξες μ’ αυτό που αντίκρισες.
Δυο βουρκωμένα μάτια, μια καρδιά γεμάτη αγάπη, μια ψυχή κομματιασμένη κι ένας άλλοτε βαρύς εγωισμός κι αυτός κουρέλι. Όλα τ’ άντεξες, μα αυτό δεν το βάσταξες. Πώς πλήρωσαν το τίμημα της αγάπης αυτοί που δεν έφταιξαν.
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου