Έξι χρόνια μετά κι εγώ σου γράφω μιας κι είναι η μόνη μου παρηγοριά. Σου γράφω λέξεις που ίσως ποτέ σου δε διαβάσεις, που ίσως ποτέ σου δε σκέφτηκες, ούτε φαντάστηκες.
Είναι οι λέξεις της ψυχής μου, που καιρό τώρα με στοιχειώνουν μ’ ένα σωρό ατέλειωτα, αβάσταχτα «γιατί». Της ψυχής μου που άδειασε, που δεν έχει ή δεν μπορεί να νιώσει πια αγάπη για τούτον τον κόσμο. Την κυριεύει το σκοτάδι κι η σιωπή, και μόνο της φως κι ελπίδα τούτο το κεράκι που τρεμοσβήνει μπροστά μου για να γράψω τις σκέψεις μου.
Οι μέρες περνούν γρήγορα, χωρίς να τις αισθάνεσαι, χωρίς να σου μιλάνε, δίχως να σε κοιτούν. Οι νύχτες μου ατέλειωτες και βασανιστικές. Η μόνη μου σκέψη εσύ. Τα λόγια σου σκληρά αντηχούν ακόμη στ’ αυτιά μου, γυρίζουν μέσα στο μυαλό μου και μετά σιωπή.
Μια σιωπή που ίσως άλλοτε να νοσταλγούσα, μα τώρα που τη ζω δεν την βαστάω. Συγκαταλέγω τον εαυτό μου σε εκείνους τους ανθρώπους που βλέπεις όμορφους και χαμογελαστούς, με μια μελαγχολία στα μάτια να τριγυρνάνε πάντα μόνοι.
Βλέπεις η καρδιά τους ξεχείλισε από έναν έρωτα, που άλλοτε μοιράστηκαν μα δεν κατάφεραν ποτέ να τον κάνουν δικό τους. Κι έτσι μείναν μόνοι. Δεν έχει χώρο η καρδιά γι’ άλλη αγάπη.
Όταν το βάρος μιας αγάπης μεγάλης και παράλογης το σηκώνει μόνο ο ένας, δεν αντέχει, λυγάει, τσακίζεται και μετά γίνεται κομμάτια. Τόσα πολλά κομμάτια που μια ζωή δεν του αρκεί για να τα μαζέψει και να τα φτιάξει απ’ την αρχή.
Κάθε βράδυ σε σκοτώνω μήπως μπορέσω να σε βγάλω από μέσα μου, μα μόλις τώρα κατάλαβα πως τελικά σκοτώνω τον εαυτό μου. Και πάλι το πρωί πρώτη μου σκέψη εσύ. Ίσως κάποια μέρα τα καταφέρω και τότε θα βρω λίγη γαλήνη στις φουρτουνιασμένες μου σκέψεις. Πάντα φοβόμουν μην ξημερώσει αυτή η μέρα που δε θα μπορέσω ξανά να κοιμηθώ στην αγκαλιά σου. Και να που ο χειρότερος εφιάλτης μου έγινε πραγματικότητα.
Και να που τώρα πια κοιμάμαι μόνο με τη σκέψη σου. Τώρα κάποια άλλη σε κρατάει αγκαλιά και της λες λόγια που πρώτη άκουσα εγώ. Σ’ εκείνη την αγκαλιά μεγάλωσα, έκλαψα και γέλασα με την ψυχή μου, έζησα τις πιο ευτυχισμένες μου στιγμές. Μακάρι να μπορούσα τώρα να σε πάρω μία τελευταία αγκαλιά. Μετά ας πέθαινα, γιατί δε θα ‘θελα να ζήσω τίποτα άλλο, γιατί θα πέθαινα ευτυχισμένη κοντά σε ό,τι αγάπησα περισσότερο απ’ όλα στη ζωή μου.
Υπάρχουν μέρες που καταφέρνω να μη σε σκέφτομαι, όμως σε βρίσκω μέσα σ’ όλη μου τη ζωή λες κι ακόμη γυρίζεις κοντά μου. Κι ίσως δε φταις εσύ. Ίσως τελικά να φταίω εγώ που σ’ αγάπησα πιο πολύ απ’ όσο άντεχες. Μα τελικά κατάλαβα πως τούτος ο κόσμος δε στα φέρνει ποτέ όπως τα θες, κι αυτό ίσως και να ‘ναι σχήμα οξύμωρο, γιατί απ’ όσους εισέβαλαν στη ζωή μου, άλλοι από πόρτες κι άλλοι από χαραμάδες, όλοι μ’ αγάπησαν. Όλοι εκτός από σένα.
Όλο τον κόσμο θα αντάλλαζα μόνο για να μ’ αγαπάς εσύ. Κάθε μέρα που περνάει σε βρίσκω μπροστά μου, μέσα σε λόγια που σε θυμίζουν, σε τραγούδια που τραγουδήσαμε μαζί, σε κουβέντες με φίλους που θυμούνται ακόμη εκείνη την παλιά ιστορία, σε κάθε άνθρωπο που ακούει στ’ όνομά σου, λες και όση ζωή μου απέμεινε δε φτάνει για να σε ξεχάσω.
Και στο τέλος γυρίζω πάντα εκεί. Τελευταία πράξη. Εγώ κι εσύ σ’ ένα δρομάκι στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Ορκίστηκα πως θα σ’ αγαπώ για πάντα. Εγώ ορκιζόμουν κι εσύ με κοιτούσες σ’ εκείνο το δρομάκι, λίγο πριν το ξημέρωμα. Μετά ξημέρωσε. Ορκίστηκες, θυμάσαι ή ξέχασες; Δεν έμαθα ποτέ.
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου