Δύσκολες οι ανθρώπινες σχέσεις. Προσπαθείς τόσο πολύ να βγάζεις τον καλό σου εαυτό, μα υπάρχουν στιγμές που δεν τα καταφέρνεις και το πράγμα ζορίζει. Βλέπεις ζευγάρια ευτυχισμένα να τριγυρνούν στους δρόμους, να πίνουν καφέ στη διπλανή καφετέρια, να χαμογελούν και τα ζηλεύεις. Μα όταν η αυλαία πέφτει και τα φώτα σβήνουν, όταν η πόρτα του σπιτιού κλείνει, τότε τι γίνεται; Είναι πραγματική ή ουτοπική η τόση ευτυχία στην κοινωνία του φαίνεσθαι;
Η καθημερινότητά μας κάνει τα πιο πολλά ζευγάρια να μη θυμούνται πια να ζήσουν. Γυρίζεις αργά απ’ τη δουλειά, κάθεσαι στον καναπέ, τρως ένα πιάτο φαΐ, πας για ύπνο και κάπου εκεί η ζωή περνάει κι εσύ έχεις ξεχάσει να την ζήσεις. Δε θυμάσαι αν αυτός που κοιμάται δίπλα σου είναι μια συνειδητή επιλογή, απλώς μια συνήθεια ή μια απόφαση ζωής. Κι οι ώρες περνούν και γίνονται μέρες και γίνονται χρόνια κι η αλήθεια μας τσαλακώνεται μέρα με τη μέρα.
Απ’ τη μια είναι αυτοί που αγαπήθηκαν πολύ, μα με τον καιρό πνίγηκαν στη ρουτίνα και στις υποχρεώσεις. Κι απ’ την άλλη, είναι αυτοί που δεν αγαπήθηκαν ποτέ, έχουν ξεχάσει τι τους έφερε κοντά, αλλά κανείς δεν τολμά να φύγει. Με άλλα λόγια και στις δύο περιπτώσεις, δυο ξένοι που περιφέρονται άσκοπα μέσα σε 50 τετραγωνικά.
Κάποια στιγμή αρχίζουν οι προστριβές κι οι καβγάδες και κάποιος θα τολμήσει να πει αυτό το «πού πάμε»; Κι όταν πάει καιρός από τότε που συνάντησες τελευταία φορά τον καλό σου εαυτό, έρχεται η παραίτηση. Αναρωτήθηκες, όμως, ποτέ μήπως εγκατέλειψες χωρίς καν να δώσεις μια ευκαιρία;
Όλοι μας χρειαζόμαστε έναν ψυχολόγο. Άλλοι το θεωρούν ταμπού κι άλλοι το σκέφτονται, αλλά ντρέπονται να το κάνουν. Πολλοί το θεωρούν αστείο κι άλλοι δε θέλουν καν να ακούσουν γι’ αυτό. «Στο κάτω-κάτω της γραφής πας σε έναν ξένο άνθρωπο να πεις τα προβλήματά σου και τον πληρώνεις κι από πάνω για να σε ακούσει», θα πουν κάποιοι. Μα εγώ θα σου πω πως δε χρειάζεται να ‘χεις παιδιά, σκυλιά και πεθερικά για να προσπαθήσεις να σώσεις μια σχέση.
Στο τέλος οι δυνατοί αποφασίζουν να το κάνουν, κλείνουν το ρημάδι το ραντεβού και πάνε μαζί. Την πρώτη φορά όλα μοιάζουν αμήχανα, κρατάς τα προσχήματα, μιλάς λίγο και προσπαθείς να καταλάβεις για ποιο λόγο κάθεσαι σ’ εκείνη την καρέκλα για μια ολόκληρη ώρα. Φεύγοντας νιώθεις πιο ανάλαφρος κι ίσως κι ελαφρώς ικανοποιημένος. Κι έρχεται η δεύτερη συνεδρία κι ανοίγει το στόμα ροδάνι και βγαίνουν τα άπλυτα στη φόρα.
Ο καθένας λέει τον πόνο του κι αυτός προσπαθεί να βρει τις απαντήσεις που δεν είχες χρόνια εσύ να δώσεις στον ίδιο σου τον εαυτό. Άλλωστε, μην ξεχνάς ότι κι αυτός τα ’φαγε τα χρονάκια του πάνω απ’ τα βιβλία να προσπαθεί να δικαιολογήσει αντιδράσεις και συμπεριφορές.
Κι ακολούθως, έρχεται το τρίτο ραντεβού και σιγά-σιγά αρχίζουν όλα να ξεδιαλύνουν στο μυαλό του καθενός. Ξαφνικά, οι απαντήσεις που έψαχνες ήρθαν και σε βρήκαν, μα αυτός δε στις είπε ποτέ, απλώς σε έβαλε να ψάξεις βαθιά μέσα σου για να βρεις την αλήθεια σου, αυτή που θα δώσει σε όλα νόημα. Και μετά από αυτό αρχίζεις να τον σέβεσαι και να τον εκτιμάς τον ψυχολόγο σου, γιατί αν δεν παίρνατε πότε την απόφαση να πάτε, η ζωή σας θα συνέχιζε το ίδιο άτονη κι ασπρόμαυρη.
Αυτοί, λοιπόν, που αγαπήθηκαν πολύ μα πνίγηκαν στην καθημερινότητα και στη ρουτίνα, θυμήθηκαν αυτόν τον μεγάλο έρωτα που τους έδεσε και μόνο στην ιδέα να χάσουν ο ένας τον άλλον για πάντα, έψαξαν τρόπους να ομορφύνουν τη σχέση τους και κατάλαβαν πως τίποτα δεν είναι δεδομένο.
Οι άλλοι, που όσο πίσω κι αν πήγαιναν δεν κατάφεραν να βρουν ποτέ γιατί η ζωή τους έφερε κοντά, κατάλαβαν ότι είναι πολύ μικρή για να την ζεις με συμβάσεις κι υποκατάστατα, γιατί σου αξίζει έστω και μία φορά να αγαπήσεις και να αγαπηθείς πολύ. Έτσι άφησαν πίσω τους τις ανασφάλειές τους, τις φοβίες τους, βρήκαν τον χαμένο τους εαυτό κι ελευθερώθηκαν μια για πάντα, χωρίς δακρύβρεχτους αποχαιρετισμούς και βαριές κουβέντες.
Όσοι το τόλμησαν και τον επισκέφτηκαν, τον έκαναν αναπόσπαστο κομμάτι τους σε κάθε σημαντική απόφαση που θα πάρουν, γιατί με τον καιρό ο ψυχολόγος γίνεται ένας φίλος που ακούει υπομονετικά δίχως να κρίνει, μα τις πιο πολλές φορές γίνεται η φωνή της συνείδησής σου, που σου λέει αυτά που πραγματικά επιθυμείς.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη