Όλα ξεκίνησαν πριν από έξι μήνες. Έκανα τα χαρτιά μου και τα ‘στειλα στο Πανεπιστήμιο. Περιμένοντας μια απάντηση πέρασε το καλοκαίρι ξένοιαστο και ξεκούραστο. Ώσπου ένα πρωί χτυπάει το κινητό από έναν άγνωστο αριθμό στις εννέα, το σηκώνω και τι ν’ ακούσω; Στην απέναντι πλευρά μια φωνή να μου λέει πρέπει να έρθεις για συνέντευξη για την θέση του υποψήφιου διδάκτορα που ανοίξαμε στο τμήμα σε δυο μέρες από σήμερα. Η χαρά μου ανείπωτη. Κι έτσι αργά και βασανιστικά έφτασε η μέρα της πολυπόθητης συνέντευξης.
Είχα προετοιμάσει τον εαυτό μου ότι θα βρεθώ μπροστά από ένα τσούρμο καθηγητές στην ηλικία του πατέρα μου, με οχτώ πτυχία ο καθένας, μες τη συντηρητικότητα να μου κάνουν ερωτήσεις ερευνητικού περιεχομένου κι εγώ να προσπαθώ να τους πείσω ότι είμαι αρκετά σοβαρή και υπεύθυνη γι’ αυτή τη θέση. Τη σοβαροφάνεια την είχα στο τσεπάκι, έτσι κι αλλιώς τα τελευταία δέκα χρόνια αυτούς έβλεπα κάθε μέρα, αφού μέχρι να προλάβω να τελειώσω το ένα Πανεπιστήμιο σκαρφιζόμουν και κάτι καινούριο για να συνεχίσω τις σπουδές μου σε άλλο.
Αλλά και στην παρέα πάντα ήμουν η λογική, η σωστή, η σοβαρή, το παιδί τελοσπάντων που θα σου έλεγε το σωστό και το δίκαιο σε κάθε περίπτωση ή αλλιώς η «διαβασμένη» όπως με φωνάζανε. Απόλυτη στα πιστεύω μου και στα θέλω μου, δεν άφηνα ποτέ τίποτα στην τύχη κι εντελώς αντίθετη στη φράση «ποτέ μη λες ποτέ».
Έφτασα στο Πανεπιστήμιο στις δέκα το πρωί, βρήκα την αίθουσα και περίμενα απ’ έξω μέχρι να με φωνάξουν. Μερικά λεπτά αργότερα ένας συμπαθητικός κυριούλης άνοιξε την πόρτα και μου είπε να περάσω μέσα. Όλα ήταν όπως ακριβώς τα περίμενα. Όλα εκτός από κάτι που δεν είχα προβλέψει. Τρεις καθηγητές μεγάλοι σε ηλικία με την κοιλίτσα τους και τα γυαλάκια τους, οι δύο χωρίς μαλλιά με περίμεναν στην αίθουσα.
Υπήρχε όμως κι ένας τέταρτος, που καθώς τον είδα για μία στιγμή είχα ξεχάσει ότι υπήρχαν οι άλλοι τρεις. Ένας ψηλός, όμορφος, μελαχρινός, με μαύρα μαλλιά και μούσι και τα πιο εκφραστικά μάτια που είδα ποτέ στη ζωή μου γύρω στα τριανταπέντε καθόταν στη γωνία της αίθουσας δίπλα στους άλλους τρεις. Μου συστήθηκαν και οι ερωτήσεις άρχισαν να πέφτουν βροχή. Κάθε φορά που απαντούσα σε κάποια ερώτηση αυτός μου έσκαγε ένα δειλό χαμόγελο κι εγώ συνέχιζα ν’ απαντάω περιμένοντας το επόμενο.
Η συνέντευξη έφτασε στο τέλος της κι η απάντηση ήταν θετική. Θα ξεκινούσα επίσημα το διδακτορικό μου στο Πανεπιστήμιο. Την επόμενη κιόλας μέρα έπρεπε να παρουσιαστώ. Ξανά πρώτη μέρα στην τάξη. Μπαίνω στην αίθουσα και τι να δω; Ο καθηγητής ήταν αυτός. Τρεις ώρες στο μάθημα δεν άκουσα λέξη. Απλώς τον κοιτούσα να πηγαινοέρχεται πέρα-δώθε μπροστά απ’ τον πίνακα.
Κάθε φορά που ρωτούσε αν έχουμε κάποια απορία ξυπνούσα απ’ το λήθαργο και σκεφτόμουν διάφορα που ήθελα να τον ρωτήσω που σίγουρα δεν αφορούσαν το μάθημα και προσπαθούσα ξανά να πειθαρχήσω τον εαυτό μου.
Οι μέρες περνούσαν κι εγώ περίμενα υπομονετικά κάθε βδομάδα τη μέρα του μαθήματός του κι η προετοιμασία γι’ αυτό έμοιαζε πιο πολύ με τελετή, αφού όλη τη βδομάδα διάβαζα πυρετωδώς μη με ρωτήσει κάτι και δεν το ξέρω. Το πιο αστείο απ’ όλα ήταν ότι ξυπνούσα στις έξι το πρωί για να προλάβω να φτιάξω μαλλί, νύχι, να βαφτώ και να διαλέξω ρούχα. Πήγαινα στην τάξη πρώτη και καθόμουν πάντα στο πρώτο θρανίο.
Οι άλλοι τρεις συμφοιτητές δεν άργησαν να με πάρουν χαμπάρι και σιγά-σιγά άρχισαν τα πρώτα πειράγματα. Χωρίς ποτέ μου να παραδέχομαι κάτι συνέχιζα το έργο μου απτόητη. Όταν τον έβλεπα στους διαδρόμους ξεχνούσα πού ήθελα να πάω. Όποτε πήγαινα στην γραμματεία της σχολής όλο και με κάποιο τρόπο γυρόφερνα το θέμα γύρω απ’ το όνομά του μήπως μπορέσω ν’ αποσπάσω κάποια πληροφορία.
Είχα φτάσει στο σημείο να μπαίνω στο Πανεπιστήμιο, να φτάνω στην υποδοχή και να ρωτάω αν είναι στο γραφείο του πάντα με κάποια πρόφαση για να μάθω απλώς αν βρισκόταν εκεί. Μέχρι και το θυρωρό ρώτησα μήπως ξέρει αν είναι παντρεμένος. Όλοι με είχαν πάρει χαμπάρι. Όλοι εκτός από εκείνον.
Κάποια στιγμή με κάλεσε στο γραφείο του μ’ ένα email για να συζητήσουμε για την πορεία του διδακτορικού μου. Μετά από απέλπιδες προσπάθειες να μαζέψω το μυαλό μου φτάνω εκεί και χτυπάω την πόρτα. Μπαίνω μέσα και ξεκινάμε μια ανάλαφρη συζήτηση, ώσπου κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι είναι ένας κανονικός άνθρωπος. Κατά την εξέλιξη της συζήτησης κάποια στιγμή μου ζήτησε να γίνω η βοηθός του στο Πανεπιστήμιο έχοντας εκείνο το δειλό χαμόγελο στα χείλη. Μέσα μου κάτι φτερούγισε, αλλά δεν το έδειξα ποτέ γιατί έπρεπε να κρατήσω τη δήθεν σοβαρότητά μου. Αποδέχτηκα την πρότασή του ταπεινά κι έτσι η συνεργασία μας ξεκίνησε.
Τον τελευταίο μήνα τα πράγματα πήραν άλλη τροπή. Κατά τη διάρκεια της συνεργασίας μας κάποια στιγμή βρήκε το θάρρος και μου ζήτησε να πάμε για φαγητό. Δεν ήταν παντρεμένος. Το ένα ραντεβού έφερε το άλλο κι οι συζητήσεις μας πια διαρκούσαν ώρες ατέλειωτες. Κι ερχόταν η ώρα του αποχαιρετισμού μ’ ένα «καληνύχτα» έξω απ’ την πόρτα κι εγώ μετρούσα τις ώρες μέχρι να τα πούμε ξανά το πρωί. Τελικά τις μετρούσε κι εκείνος.
Κι έτσι το «ποτέ μη λες ποτέ» έγινε μία απ’ τις αγαπημένες μου φράσεις.
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου