Η αλήθεια είναι πως στα τελευταία μαθητικά σου χρόνια ανυπομονείς για την ώρα και τη στιγμή που θα ξεκινήσεις, επιτέλους, τη φοιτητική σου ζωή. Είναι, ομολογουμένως, μία απ’ τις καλύτερες περιόδους ενός νέου ανθρώπου. Πρόκειται για τα χρόνια εκείνα που ‘χεις την ευκαιρία να ζήσεις (για πρώτη φορά) σε δικό σου σπίτι, ίσως μακριά απ’ την πόλη σου κι απολαμβάνοντας την ελευθερία σου.
Έχοντας το δικό σου πια χώρο, μπορείς, ανά πάσα ώρα και στιγμή, να καλείς τους φίλους σου, να το ξενυχτάτε όσο θέλετε και να μην ενοχλείτε κανέναν. Μπορείς, επίσης, να επιστρέφεις απ’ τη βραδινή σου έξοδο, που έχει μετατραπεί σε πρωινή, ό,τι ώρας θες –ή να μην επιστρέφεις και καθόλου– χωρίς κανείς να σε περιμένει στην πόρτα με το ρολόι στο χέρι κι ύφος επικριτικό.
Όλα δικά σου πλέον στο σπίτι σου, οι κανόνες, το πρόγραμμα αλλά κι καθαριότητα! Δική σου ευθύνη κι αυτή, αν δε θες, δηλαδή, να συγκατοικείς με κατσαριδάκια. Σκούπισμα, σφουγγάρισμα, σιδέρωμα και πολλά άλλα είναι πλέον δική σου υπόθεση. Ένα, όμως, είναι αυτό που σε βγάζει εκτός εαυτού, που σε ταλαιπωρεί περισσότερο απ’ όλα, που ‘χει γίνει πια ο εφιάλτης σου. Και το όνομα αυτού; Πλύσιμο των πιάτων -συγκαταλέγονται στον ορισμό «πιάτα» ποτήρια, μαχαιροπίρουνα ταψιά και λοιπά δαιμόνια κατσαρολικά.
Πρόκειται για μια αγγαρεία που ποτέ δε σταματά, ποτέ δεν μπορείς να πεις με ανακούφιση «το έκανα και ξεμπέρδεψα». Επαναλαμβάνεται κάθε μέρα, και μάλιστα μπορεί κι αρκετές φορές μέσα στην ίδια μέρα. Ειδικά αν στο σπίτι έχεις λίγα πιάτα –γιατί ένας άνθρωπος είσαι, σε πόσα θα φας;– τότε την πάτησες. Θα πρέπει να τα πλένεις μετά από κάθε χρήση τους, γιατί, αν έχεις ξεχάσει και κανένα στο ψυγείο από χθες, δε θα ‘χεις πού να φας το επόμενο γεύμα σου.
Κατά έναν παράδοξο λόγο, όλες οι άλλες δουλειές μες το σπίτι δε σε φρικάρουν και τόσο. Θέτεις μια μέρα στην εβδομάδα για να τις κάνεις, βγάζεις τον προγραμματισμό σου κι, εντάξει, αν αναβάλλεις, για παράδειγμα, το σκούπισμα για την επόμενη, δεν έγινε και κάτι. Ο νεροχύτης, όμως, κι όλα τα άπλυτά του δε δείχνουν να ‘χουν καθόλου υπομονή και κατανόηση. Πεισματικά απαιτούν τη διαρκή προσοχή σου και κάπως έτσι έφτασες στο σημείο να βλέπεις το νεροχύτη, να βγάζεις μια άναρθρη κραυγή και να απομακρύνεσαι. Αν έχει και πόρτα η κουζίνα, άψογα. Την κλειδώνεις και πας για καφέ, κάπου που δε θα σε απειλούν βρόμικα τηγάνια και λεκιασμένες κούπες.
Η αναβλητικότητα σε ό,τι αφορά το πλύσιμό τους, έγινε η καλύτερή σου φίλη. Έγινες πια εξπέρ στο να βρίσκεις χίλιες δύο δικαιολογίες (κυρίως απέναντι στον εαυτό σου) και κάμποσες άλλες δουλειές να κάνεις για να το αποφύγεις. Προτιμάς μέχρι και να κάτσεις να διαβάσεις την τελευταία παράδοση ενός δύσκολου μαθήματος, παρά να ασχοληθείς με τη στοίβα των λερωμένων πιάτων σου. Ίσως ξανά σκουπίσεις το δωμάτιό σου για όγδοη φορά μες στην εβδομάδα, αρκεί να μείνεις μακριά απ’ το χώρο της κουζίνας.
Κι όταν τελικά το πάρεις απόφαση, επιτέλους, –λίγο πριν τη λιποθυμία απ’ τις μυρωδιές ή αφού σου τελείωσαν και τα πλαστικά πιάτα που είχες προμηθευτεί–, ζεστάνεις νερό, φορέσεις γάντια και ριχτείς στη μάχη τριψίματος του ταψιού –τι το ‘θελες και μαγείρεψες, τα σουβλάκια σου κακόπεφταν;–, δεν προλαβαίνεις να χαρείς τον αστραφτερό νεροχύτη σου, κι ένα βουναλάκι ξεπροβάλει πάλι δειλά-δειλά.
Δεν είναι κατάσταση αυτή! Ώρες-ώρες απορείς αν έρχεται κάποιος το βράδυ κρυφά κι αφήνει τα βρόμικα πιάτα του στο δικό σου σπίτι. Όσα κι αν πλύνεις, την επόμενη ημέρα σου φαίνεται πως μαζεύτηκαν τα διπλάσια, τα οποία περιμένουν κι αυτά με ανυπομονησία να μπουν στο ντουλάπι για να κάνουν παρέα στα (λιγοστά) καθαρά.
Το χειρότερο είναι όταν μαζεύεται η παρέα στο σπίτι κι αποφασίζετε να φάτε. Είτε παραγγείλετε απ’ έξω είτε μαγειρέψετε, το ίδιος χαμός θα επικρατήσει μετά -εντάξει, αν ξεκινήσετε πειράματα στην κουζίνα τα πράγματα θα ‘ναι λίγο χειρότερα. Κι αφού, έρθει/ετοιμαστεί το φαγητό σας, βγάλεις έξω ό,τι πιατικό έχεις και δεν έχεις, φάτε ήρεμα κι όμορφα, ύστερα τα μαζεύεις να τα πας στην κουζίνα, ελπίζοντας μέσα σου πως κάποιος θα προσφερθεί να τα πλύνει ή έστω να σε βοηθήσει να το κάνετε μαζί. Η ώρα περνάει για τα καλά, οι φίλοι σου σε ευχαριστούν για το υπέροχο βράδυ και σε καληνυχτίζουν σιγά-σιγά. Μάντεψε ποιος έμεινε, τελικά, με δυο στοίβες άπλυτα!
Ο σωστός φοιτητής, βέβαια, είναι εκπαιδευμένος να επιβιώνει κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες. Σε κάτι τέτοιες δύσκολες ώρες, ο πολυμήχανος νους του βρίσκει άμεσα τις –προσωρινές– λύσεις. Προτιμά να φάει μέσα απ’ την κατσαρόλα ή το ταψί, παρά να αντιμετωπίσει το χάος της κουζίνας. Αν έχεις παραγγείλει φαγητό απ’ έξω, θα φας, εννοείται, μέσα απ’ τη συσκευασία που στο έφεραν, ακόμα κι αν είναι μοιάζει ακατόρθωτο -για τους άλλους.
Τελικά, δεν υπάρχει ελπίδα. Μόνο η μανούλα μπορεί να μας γλυτώσει, και κάτι τέτοιες στιγμές μας λείπει αφόρητα. Όσο για το νεροχύτη και τα άπλυτα που γεννάει, του ταιριάζει απόλυτα το στιχάκι για το γεφύρι της Άρτας «Ολημερίς το χτίζανε, το βράδυ εγκρεμιζόταν», με μία μικρή παραλλαγή: «Ολημερίς τα πλένεις, το βράδυ ξαναστοιβάζονται».
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη