Και κάπως έτσι, μια ζεστή νύχτα του καλοκαιριού, μετά από έξοδο με φίλους, βρίσκεσαι στο κρεβάτι σου, λίγο αναψοκοκκινισμένος από τη ζέστη, λίγο από το gin and tonic που ήπιες με τους φίλους. Μέσα σε αυτή τη γλυκιά ζαλάδα προσπαθείς να κάνεις τους συλλογισμούς σου να σωπάσουν για να κοιμηθείς, όμως ξαφνικά μια σκέψη καταφέρνει να περάσει στην απαγορευμένη περιοχή. Κι έτσι, επιθετικά μπαίνει στο δωμάτιο που ήταν χρόνια κλειδωμένο, εκείνο που τα πρώτα χρόνια είχε και φύλακα ασφαλείας γιατί ήτανε πολύ σημαντικό να μην το επισκέπτεσαι. Με τον καιρό, αποφάσισες πως δεν υπήρχε ανάγκη για τόσο αυστηρή περιφρούρηση, μιας κι η σκέψη σου πια σπάνια πήγαινε εκεί. Έριξες άμυνες, θεώρησες πως δεν κινδυνεύεις πια.

Όμως έτσι ξαφνικά, χωρίς καμία προειδοποίηση, βρίσκεσαι ξανά στον χώρο του εγκλήματος, στο δωμάτιο του μυαλού που έχει φυλαγμένες
όλες τις αναμνήσεις από εκείνη την πρώτη σχέση που σε σημάδεψε. Εκείνη τη σχέση που ήταν τα θεμέλια κάθε άλλης σχέσης που θα είχες στο μέλλον κι εκείνο το άτομο που μαζί του θα συνέκρινες το κάθε άτομο που προσπάθησε να μπει στη ζωή σου. Εκείνο το δωμάτιο φωνάζει το όνομα του προσώπου αυτού και μυρίζει σαν εκείνο, είναι μια έκρηξη συναισθημάτων που επηρεάζει όλες σου τις αισθήσεις.

Η μνήμη του προσώπου του είναι θολή, προσπαθείς πολύ να θυμηθείς το βλέμμα του, τον ήχο της φωνής του, αλλά δυσκολεύεσαι. Αυτό που μπορείς όμως με σιγουριά να θυμηθείς είναι τα συναισθήματα που ένιωσες μαζί του. Τα συναισθήματα αυτά είχαν χρώματα· κίτρινο, μπλέ, κόκκινο και ροζ κι όλες τις αποχρώσεις του γκρι. Το πρώτο σας φιλί, οι πρώτες αγκαλιές, ξαναπαίζουν στο μυαλό σου με μουσική υπόκρουση το τραγούδι σας. Τα όνειρα που κάνατε για το μέλλον εμφανίζονται κι αυτά από το πουθενά. Στη συνέχεια, έρχονται οι πρώτοι τσακωμοί κι οι αγκαλιές επανασύνδεσης και τελευταία και καταϊδρωμένη, έρχεται η νύχτα εκείνη που είπατε αντίο. Αυτό το τελευταίο αντίο που είπατε μεταξύ σοβαρού και αστείου γιατί εσείς δε θα χωρίζατε ποτέ· έτσι λέγατε και γελούσατε, θεωρούσατε ότι μπορείτε να ξεγελάσετε τον χρόνο και να παγώσετε αυτή τη στιγμή που είστε μαζί, για πάντα.

Τα θυμάσαι όλα σαν να ήταν χθες αλλά συνάμα σαν να πέρασε μια αιωνιότητα. Ο χρόνος δε λυπάται κανένα μάτια μου, κυλάει και σβήνει τα πράγματα στον διάβα του. Δεν τον ενδιαφέρει αν εσύ θέλεις να ξεκλέψεις μια στιγμή, ο χρόνος δε χαρίζεται, ούτε παγώνει. Απλά κυλάει. Η επίσκεψη στο δωμάτιο των αναμνήσεών σου ξύπνησε μια άλλη σκέψη. Η σκέψη πως ίσως η σχέση αυτή ζει ακόμα σε ένα παράλληλο σύμπαν, σε ένα σύμπαν που το βράδυ αυτό σας βρίσκει αγκαλιά αναψοκοκκινισμένους από τη ζέστη, από το gin and tonic.Ένα σύμπαν που αύριο το πρωί θα ξυπνήσεις δίπλα στο άτομο αυτό στο κρεβάτι σας και μετά θα πάτε για καφέ, όπως κάνατε κάθε Κυριακή πρωί.

Η πρώτη αγάπη σε διαμορφώνει. Σου μαθαίνει ξανά από την αρχή τα πάντα για εσένα. Σου βγάζει πλευρές του εαυτού σου που δε γνώριζες ότι υπάρχουν. Σε κάνει να νιώθεις ζωντανός. Έρχεται ένας άνθρωπος και κάνει την καρδιά σου να ανθίσει, αλλά κάποια στιγμή ο ίδιος άνθρωπος θα ξεριζώσει όσα λουλούδια άνθισαν. Στην τελική, όμως νύχτες σαν κι αυτή που αναπολείς, καταλαβαίνεις κι ότι είσαι ευγνώμων, γιατί μέχρι τότε δεν ήξερες πως είσαι ικανός να αγαπήσεις και να αγαπηθείς.

Όσο ταξιδεύεις στις σκέψεις σου, μια ηλιαχτίδα εμφανίζεται δειλά δειλά μέσα από τις κουρτίνες κι εσύ επανέρχεσαι απότομα στην πραγματικότητα. Κοιτάς το ρολόι κι η ώρα έχει πάει 6 παρά. Το δωμάτιο χάνεται και μαζί και όλα τα χρώματα, οι ήχοι και οι γεύσεις της πρώτης σου αγάπη. Λίγα δευτερόλεπτα μετά, ενώ αφήνεσαι σιγά σιγά στην αγκαλιά του Μορφέα, σκέφτεσαι σαν υστερόγραφο πως ελπίζεις το άτομο αυτό να βρήκε ένα άλλο άτομο να σπείρει ξανά λουλούδια, όπως ακριβώς έκανες κι εσύ και πως είσαι σίγουρος ότι θα τα λέτε πού και πού σε εκείνο το παράλληλο σύμπαν που η σχέση σας ζει, ο ήλιος πάντα λάμπει και οι καρδιές σας παραμένουν ανθισμένες.

Συντάκτης: Βαλέρια Ιόργκου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου