Αν θεωρείς πως η φράση «δεν ξέρω τι θέλω» όταν ακούγεται σε μια σχέση, προμηνύει τη διάθεση για χωρισμό, μάλλον ήρθε η ώρα να αναθεωρήσεις. Έχει χρησιμοποιηθεί τόσες φορές ως δικαιολογία χωρισμού όταν αποσιωπάται η πραγματική αιτία του, που πλέον η συγκεκριμένη φράση έχει ταυτιστεί με σίγουρη πρόγνωση χωρισμού. Αν σκεφτείς όμως λίγο καλύτερα, θα συνειδητοποιήσεις πως ουκ ολίγες φορές βρέθηκες κι εσύ στη φάση της σχέσης που δεν ήξερες τι θέλεις ακριβώς, απλώς μπορεί να μην το επικοινώνησες. Κι αν το επικοινώνησες, το πιθανό είναι να μη βρήκες ανταπόκριση αφού το ταίρι σου θεώρησε αυτονόητο πως διεκδικείς με ύπουλο τρόπο την απαλλαγή σου από εκείνο.

Οι σχέσεις, ανεξάρτητα από το χρόνο διάρκειας και την ποιότητά τους, κάποια στιγμή φτάνουν σε ένα σημείο που ο ένας –τουλάχιστον- από τους δύο, αρχίζει να μη νιώθει και τόσο καλά. Θες η ρουτίνα, η κούραση που προέρχεται από συγκεκριμένα θέματα που το ζευγάρι δεν μπόρεσε να συμφωνήσει, η στασιμότητα ή η αγωνία για το μέλλον, είναι αρκετοί οι παράγοντες που μπορεί να σε ωθήσουν σε προβληματισμούς που ούτε ο ίδιος μπορείς να ερμηνεύσεις. Είναι η φάση που κάτι θέλεις, αλλά ειλικρινά δεν ξέρεις τι ακριβώς.

Δοκιμάζεις την εις άτοπον επαγωγή ώστε να καταλήξεις στο τι δε θέλεις, μα ούτε κι αυτό πιάνει. Δε θέλεις να χωρίσεις μα ούτε και να συνεχίσεις έτσι. Δε θεωρείς πως ένα ταξίδι ή μια ανανέωση στο πρόγραμμα θα βοηθούσε, μα ούτε θέλεις να συνεχιστεί αυτή η ρουτίνα. Δε θέλεις να αραιώσετε τις συναντήσεις, μα ούτε και να τις συνεχίσετε με την ίδια συχνότητα. Φαντάζει πολύπλοκο όμως δεν είναι. Δε θέλεις τίποτα μα κάτι θέλεις. Καμία από τις λύσεις που μπορείς να φανταστείς δεν πιστεύεις πως θα σώσει την κατάσταση όμως δε θέλεις και να αφήσεις άλυτο το πρόβλημα που βιώνεις.

 

 

Το τραγικό στην υπόθεση είναι ότι υπάρχει μεγάλη πιθανότητα όταν ανακοινώσεις στο ταίρι σου αυτό σου τον συλλογισμό, να μη βρεις την ανταπόκριση που θέλεις. Μεταξύ μας, δεν έχεις και πολλές προσδοκίες εξ αρχής, αφού γνωρίζεις πως όλη αυτή η αναποφασιστικότητα αφορά εσένα και μόνο. Ούτε το ταίρι σου, ούτε και κάποιος τρίτος μπορεί να έχει εύκαιρη τη λύση που ζητάς εάν εσύ, ο ίδιος, δεν ξέρεις προς τα πού να στραφείς.

Από την άλλη, σκέφτεσαι και την πλευρά του. Να τον πιάσεις να του πεις τι κι ο άνθρωπός σου τι ακριβώς να καταλάβει: Δεν μπορείς καν να βρεις τα σωστά ρήματα για να περιγράψεις αυτό που βιώνεις, αφού τα μισά από αυτά που εντοπίζει κανείς στο λεξικό χαρακτηρίζονται από υπερβολή και τα άλλα μισά από μετριότητα. Τι να περιγράψεις επομένως και πώς να εκφραστείς;

Το «δεν ξέρω τι θέλω» συχνά ερμηνεύεται ως «δε σε θέλω» μα είναι λάθος. Μακάρι να μπορούσαν όλοι οι άνθρωποι να καταλάβουν πως δεν είναι δικαιολογία, μα μια πραγματικότητα. Όταν τη βιώνεις, την κατανοείς, μα όταν την ακούς την παρερμηνεύεις. Κι αυτό είναι άδικο, τόσο ως προς τη σημασία της φράσης όσο κι ως προς το πρόσωπο που τη βιώνει. Διότι για να πάρει το θάρρος ο σύντροφός σου να σου ομολογήσει πως βρίσκεται στη δυσάρεστη φάση που δεν ξέρει τι θέλει, γνωρίζοντας τις τεράστιες πιθανότητες να παρεξηγήσεις τη διάθεσή του, σημαίνει πως ελπίζει σε μια μικρή κατανόηση. Από την άλλη, εκείνος που ακούει από τον σύντροφό του πως δεν ξέρει τι θέλει από τη συγκεκριμένη σχέση, αισθάνεται εξίσου άσχημα. Ακόμη κι αν ο ίδιος βρίσκεται στην ακριβώς ίδια κατάσταση.

Είμαστε τόσο εγωιστές και ανασφαλείς που η πρώτη μας σκέψη θα στραφεί στην παρερμηνεία κι όχι τη ρεαλιστική ερμηνεία. Επιπλέον, ποια είναι η «σωστή» αντίδραση σε μια τέτοια δήλωση; Εφόσον ο άλλος δεν ξέρει τι θέλει, πώς μπορεί να βοηθήσει αυτός που το ακούει; Και κάπως έτσι, δημιουργείται μια σύγχυση, στην οποία δεν εντοπίζεται ούτε αιτία, ούτε λύση, ούτε και λογική. Να ‘χαμε να λέγαμε. Είναι απλώς μια φάση που να εύχεσαι να μη σου τύχει. Αν σου τύχει, λύση εύκολα δε θα βρεις, μονάχα το πιο ισχυρό αντιβιοτικό, τον χρόνο. Κι ίσως εκείνος να μπορεί να ξεκαθαρίσει όσα δεν μπορείς. Αρκεί να του δώσεις την ευκαιρία.

Συντάκτης: Ολίνα
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου