Είναι σπουδαίο το να κατανοείς τη σημασία των λέξεων. Τη σημασία, νοούμενη ως αξία κι όχι ως νόημα. Γιατί οι λέξεις εκτός από την επικοινωνία προάγουν μια πληθώρα καταστάσεων. Ανάμεσα σε αυτές ξεχωρίζει και η ποίηση slam η οποία έχει αρχίσει τα τελευταία χρόνια να αναδεικνύεται και στη χώρα μας. Πρόκειται για ένα είδος τέχνης το οποίο δεν έχει ακόμη μεγάλο κοινό αφού η ύπαρξή της δεν είναι επαρκώς διαδεδομένη στην Ελλάδα. Ίσως την έχεις ακουστά, μπορεί και να έχεις ψάξει κάποια στοιχεία παραπάνω και στην περίπτωση που θα ήθελες να μάθεις επιπλέον πληροφορίες, έκανες το σωστό κλικ.
Εάν ενδιαφέρθηκες κάποια στιγμή για την ποίηση slam ίσως διάβασες πως αυτή γεννήθηκε τα τέλη της δεκαετίας του 1980 σε ένα μπαρ του Σικάγο. Οι ρίζες της ωστόσο βρίσκονται πολύ βαθύτερα στο παρελθόν καθώς κάποιοι τις τοποθετούν στη δεκαετία του 1930 συνδέοντάς τη με το κίνημα Negritude ενώ άλλοι δεν αποκλείουν την ύπαρξή της ακόμη και κατά την εποχή του Ομήρου. Ωστόσο, η πρώτη επαφή των Ελλήνων με την ποίηση slam έγινε τον Απρίλιο του 2018 όταν πραγματοποιήθηκε ο πρώτος διαγωνισμός.
Κι αν δεν έχεις ιδέα για το περί τίνος πρόκειται, άσε με να σου εξηγήσω. Η ποίηση slam είναι ένα είδος ποίησης το οποίο καμία σχέση δεν έχει με όσα έρχονται στο μυαλό σου ακούγοντας τη λέξη «ποίηση». Στη slam δεν ακολουθούνται κανόνες γραμματικοί και δεν υπάρχουν καλούπια. Δε θα τη βρεις σε βιβλία, μα θα την ακούσεις σε παραστάσεις, ζωντανά, από τους συγγραφείς της. Δε θα είναι μια στείρα αφήγηση μα μια συναισθηματικά φορτισμένη παράσταση η οποία σίγουρα έχει κάτι να σου πει. Οι στίχοι της δεν κρύβουν νοήματα, αυτά αποτυπώνονται ξεκάθαρα και ρεαλιστικά. Οι μεταφορές δε θα σε αφήσουν με ερωτηματικά μα με ανησυχίες και προβληματισμούς. Κάθε ποίημα είναι μια ιστορία με την οποία ο ίδιος ο αφηγητής- συγγραφέας ταυτίζεται απόλυτα και σε καλεί να βιώσεις όσα θα πει.
Η θεματολογία της συγκεκριμένης τέχνης- διότι περί τέχνης πρόκειται- επικεντρώνεται σε γεγονότα εφήμερα και διαχρονικά. Το κοινωνικό υπόβαθρο και ο ανθρωπιστικός χαρακτήρας δεν εκλείπουν αφού συχνά τα ποιήματα slam είναι αφιερωμένα στα ιδανικά της δημοκρατίας, της ισότητας και της διαφορετικότητας. Εάν ακόμη περιμένεις να ακούσεις από έναν αφηγητή slam για ρομαντικά στοιχεία της φύσης που δένουν με την «ψυχολογία» των αντικειμένων, αυτό δε θα γίνει. Διότι οι αφηγήσεις έχουν πνεύμα παραστατικό, εικόνες ζωντανές οι οποίες οπτικοποιούνται μπροστά σου κατά τη διάρκεια της αφήγησης. Πρόκειται για μια νέα κουλτούρα η οποία θα μπορούσε ίσως να ταυτιστεί με εκείνη του stand up, ωστόσο στόχος αυτής είναι η έκρηξη συναισθημάτων κι η απόδοση ενός βαθύτερου νοήματος που ξεπερνά τις λέξεις.
Ο τρόπος που παρουσιάζεται η ποίηση slam είναι μέσω των διαγωνισμών που πραγματοποιούνται και που ο καθένας μπορεί να παρακολουθήσει δωρεάν. Σε χώρες του εξωτερικού υπάρχουν ήδη αρκετοί ποιητές slam οι οποίοι έχουν διαπρέψει στο χώρο και έχουν δημιουργήσει το δικό τους κοινό. Στην Ελλάδα και καθώς είναι ελάχιστα τα χρόνια που η slam κουλτούρα άρχισε να γίνεται γνωστή, έχουν πραγματοποιηθεί κάποιοι διαγωνισμοί κι έχουν διακριθεί ταλαντούχοι ποιητές slam οι οποίοι κατάφεραν να επηρεάσουν τόσο το κοινό που τους παρακολούθησε ζωντανά όσο κι εκείνους που τους «έψαξαν» στο διαδίκτυο.
Για να γίνεις ποιητής slam, το μόνο που χρειάζεται να διαθέτεις είναι φαντασία και τη δυνατότητα να μεταδίδεις όσο πιο παραστατικά μπορείς όσα νιώθεις και βιώνεις. Υπάρχουν άνθρωποι εκεί έξω που μοιράζονται τις ίδιες ανησυχίες με σένα. Υπάρχουν κι εκείνοι που θα διαφωνήσουν, ωστόσο στην ποίηση slam σωστό και λάθος δεν υπάρχει. Άλλωστε γι’ αυτό ακριβώς το λόγο πραγματοποιούνται οι παραστάσεις, προκειμένου οι απόψεις να ακουστούν, να σχολιαστούν, να παρασύρουν, να ενθουσιάσουν ή και να εκνευρίσουν. Το θέμα είναι πως δεν υπάρχει περίπτωση να φύγεις απογοητευμένος ή συναισθηματικά ανέγγιχτος από μια τέτοια παράσταση. Κι αν αμφιβάλλεις για την αξία της, δοκίμασε να δεις κάποια βίντεο σχετικά καθώς διατίθενται στο διαδίκτυο κι είναι στο χέρι σου το να ακολουθήσεις ή όχι τη νέα αυτή μορφή τέχνης. Ένας νέος κόσμος λέξεων απλώνεται μπροστά σου. Στην τελική, τι έχεις να χάσεις;
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου