Θυμάσαι εκείνα τα χρόνια της εφηβείας που αρχίσαμε να ανακαλύπτουμε το φάσωμα και πόσο μας είχε ενθουσιάσει; Θυμάσαι επίσης ότι επειδή ως ανήλικα δεν είχαμε δικό μας χώρο είχαμε ανακαλύψει όλες τις πιθανές κρυψώνες της πόλης και του χωριού που μπορούσε να κρυφτεί ένα ζευγάρι; Όμορφα χρόνια, μα όχι και τόσο αθώα, αφού οι ορμόνες βαρούσαν κόκκινο κι εμείς αδίστακτοι φασωνόμασταν με κάθε ευκαιρία. Ήταν μια νέα ανακάλυψη που μας έκανε να νιώθουμε ένα βήμα πιο κοντά στην ενηλικίωση και που επιδιώκαμε όσο πιο συχνά μπορούσαμε. Τα μέρη που αποτελούσαν τα στανταράκια της παρέας αλλά και της ηλικίας ήταν συγκεκριμένα και όταν βρισκόσουν με το ταίρι ευχόσουν να μην είναι κατειλημμένα. Βέβαια δεν ήταν λίγες οι φορές που έφευγες με την απογοήτευση της καθυστέρησης.
Ώσπου σε όλους δόθηκε κάποια στιγμή η ευκαιρία αυτή τη νέα ανακάλυψη να τη δοκιμάσουμε σε ένα νέο αλλά όχι άγνωστο μέρος. Στο σπίτι ενός από τους δύο. Μέρος που να προκαλούσε μεγαλύτερο άγχος δεν υπήρχε, μα ίσως να ήταν κι αυτό τελικά που μας εξίταρε τόσο και μας έκανε να θέλουμε να το δοκιμάσουμε. Η αγωνία αν όντως οι γονείς θα απουσιάζουν το προβλεπόμενο διάστημα, το άγχος μήπως σας είδε κάποιος να μπαίνετε μαζί σπίτι, αν μετά από όλο αυτό μυριστούν οι γονείς κάτι και ποια θα είναι η αντίδρασή τους ήταν από τις πρωταρχικές σκέψεις που κυρίευαν το μυαλό μας κάθε φορά που επιχειρούσαμε να βρεθούμε σε σπίτι.
Ιδίως αν επρόκειτο για το δικό σου σπίτι, το άγχος ήταν ακόμη μεγαλύτερο. Γιατί το να εκτεθείς σε άγνωστους που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο θα μπορέσεις να αποφύγεις για το υπόλοιπο της ζωής σου, φαινόταν λίγο πιο ελαφρύ απ’ το να μας πιάσουν οι δικοί μας. Ακόμη κι αν ήταν άνθρωποι ανοιχτοί, ακόμη κι αν ξέραμε πως το υποψιάζονται. Που μεταξύ μας παίζει το 90% των γονέων να γνώριζε τι γίνεται στο σπίτι όσο έλειπαν, αλλά δεν ήθελαν να μας το χαλάσουν. Κι εμείς με τη σειρά μας ήμασταν τόσο σίγουροι ότι είχαμε βρει τον κατάλληλο τρόπο να κρυβόμαστε που νιώθαμε λίγο πιο έξυπνοι όταν κάναμε τους άνετους την ώρα που επέστρεφαν σπίτι και μας έβρισκαν μόνους. Κούνια που μας κούναγε…
Το άγχος βέβαια ξεκινούσε από πιο πριν. Από την προετοιμασία. Εκεί που μαθαίναμε πως το σπίτι θα μείνει κενό από μεγάλους για κάποιες ώρες και που προσπαθούσαμε με τρόπο πονηρό να ορίσουμε τα ακριβή χρονικά πλαίσια. Ψαρεύαμε τους γονείς δήθεν αδιάφοροι και συχνά λέγαμε τόσα ψέματα για το τι πρόκειται να κάνουμε τις ώρες που θα είμαστε «μόνοι» που καταλήγαμε να καρφωθούμε πριν κάνουμε το οτιδήποτε. Οι πιο πονηροί είχαμε ανακαλύψει από νωρίς πως το καλύτερο ξεκάρφωμα είναι το κάρφωμα, οπότε επινοούσαμε έναν λόγο πειστικό για τον οποίο έπρεπε να φιλοξενήσουμε τις συγκεκριμένες ώρες ένα συγκεκριμένο πρόσωπο -ίσως βάζαμε και δύο ακόμη φανταστικά πρόσωπα στη φιλοξενία για να θολώσουμε τα νερά- και νιώθαμε πιο ήσυχοι με τη συνείδησή μας. Δε λέγαμε ψέματα, βρε αδερφέ, απλώς δε λέγαμε και όλη την αλήθεια.
Άλλο ένα κομμάτι που έπρεπε να διαχειριστούμε με απόλυτη ψυχραιμία ήταν αυτό της εισόδου και της εξόδου. Είτε φιλοξενούμασταν είτε φιλοξενούσαμε, κατά την είσοδο και την έξοδο από το σπίτι, τα μάτια μας γινόταν όντως δεκατέσσερα. Ελέγχαμε πόρτες γειτόνων που ούτε είχαμε προσέξει πως βρίσκονται εκεί τόσο καιρό, κλείναμε παράθυρα, κουρτίνες, φώτα, μέχρι και τη μύτη μας κοντεύαμε να κλείσουμε για να μην ακουστεί η αναπνοή μας. Ώσπου ξεκινούσε η μεγάλη ώρα και κάπου εκεί τα ξεχνούσαμε όλα. Κάναμε μικρά διαλείμματα βέβαια για να ελέγξουμε τυχόν ύποπτους ήχους και το ρολόι μα πάντα ο ένας ήταν -ή έδειχνε- πιο ατρόμητος από τον άλλο και συνέχιζε τη φάση ανενόχλητα.
Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι φάσεις αυτές έμεναν- ή νομίζαμε πως έμεναν- κρυφές. Σπάνια οι γονείς μάς αιφνιδίαζαν μα κι αν το έκαναν είχαμε ήδη έτοιμες χίλιες δικαιολογίες τις οποίες πετούσαμε όλες μαζί ταυτόχρονα για να καλύψουμε την ενοχή μας. Κάποιοι γονείς έδειχναν κατανόηση, άλλοι ξηγιόνταν με καμιά τιμωρία γιατί «δεν τους ενόχλησε το σκηνικό μα το ψέμα που σκαρώσαμε πίσω από την πλάτη τους». Σε κάθε περίπτωση, η αδρεναλίνη που νιώθαμε έμενε ανεξίτηλη για μέρες. Και εννοείται πως αν γινόταν η αρχή, υπήρχε και συνέχεια. Αφού το καταφέραμε μια φορά, με κάθε ευκαιρία το ξανακάναμε. Γιατί πλέον είχαμε πάρει το κολάι και ξέραμε από τι και από ποιον έπρεπε να προφυλαχτούμε. Ώσπου μεγαλώσαμε και το βαρεθήκαμε κι αυτό το παιχνίδι. Ακόμη κι όταν είχαμε χώρο ελεύθερο, πάψαμε να μπαίνουμε στη διαδικασία της όλης αναστάτωσης. Βρήκαμε αλλού ενδιαφέρον μα πάντα αναπολούμε με νοσταλγία όλες εκείνες τις συνομωσίες που κάποτε σκαρώσαμε για λίγη ώρα ευχαρίστησης με το τότε ταίρι μας.
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.