Είναι οι λεπτομέρειες που κάνουν τη διαφορά κι αυτές οι μικρές λεπτομέρειες στην εμφάνισή μας μπορεί να αποβούν «καταστροφικές» για την ψυχολογία μας κάποιες μέρες. Είναι οι ατέλειες που κάνουν τον καθένα ιδιαίτερο κι αυτές τις ατέλειες σπάνια τις αντιλαμβάνονται οι πολλοί ως ατέλειες, κυρίως απασχολούν εκείνον που τις φέρει. Γιατί ασχέτως με το αν δίνει κανείς λιγότερη ή περισσότερη σημασία στην εμφάνισή του, οι πιο πολλοί αναγνωρίζουν τα σημεία εκείνα που αν ήταν διαφορετικά επάνω τους, θα ταίριαζαν περισσότερο στο σύνολό τους.
Σε ποιόν δεν έχει τύχει να ξυπνήσει το πρωί -συνήθως αυτά συμβαίνουν πολύ συγκεκριμένα πρωινά, όταν πρόκειται να συναντηθείς με κόσμο- και να είναι τα μαλλιά του σε χειρότερη κατάσταση από ποτέ; Σε όσους έχει συμβεί γνωρίζουν πως ούτε το λούσιμο, ούτε το χτένισμα, ούτε το πιστολάκι, ούτε κάποιο έλαιο είναι βοηθητικό σε κάτι τέτοιες στιγμές. Διότι πολλές φορές τα μαλλιά, το δέρμα και το σώμα μας αποφασίζουν χωρίς τη συγκατάθεσή μας να αλλάξουν για λίγο μορφή -προς το χειρότερο! Ακόμη κι όσοι ανήκουν στην ομάδα ανθρώπων που δε θα κοιταχτούν στον καθρέφτη πριν βγουν από το σπίτι, τη συγκεκριμένη ημέρα κάποιο μήνυμα θα πάρουν από το σώμα τους πως δε νιώθει έτοιμο για έκθεση στο κοινό.
Το υπέροχο -και συνάμα τραγικό- σε αυτή την κατάσταση είναι πως το σημείο στο οποίο εμφανίζεται η ατέλεια, το προσέχει μονάχα εκείνος που «το κουβαλά». Το μικροσκοπικό σπυράκι δίπλα στη μύτη, δεν το παρατηρεί κανένας άλλος πέρα από το πρόσωπο στο οποίο εμφανίστηκε. Μα ακόμα κι αν το παρατηρήσει ξένο μάτι, θα το αφομοιώσει με μιας και σε καμία περίπτωση δε θα θεωρήσει πως αυτή η λεπτομέρεια στο πρόσωπο κάποιου είναι αντιαισθητική.
Αν το σκεφτεί λογικά κανείς, θα πει πως είναι ανούσιο να «εκνευριστεί» με κάτι που μόνο ο ίδιος παρατηρεί. Σε όσους έχει συμβεί ωστόσο, κατανοούν πως όταν φέρουν μια τέτοιου είδους ατέλεια νιώθουν πως όλος ο κόσμος επικεντρώνεται σε αυτή. Ακόμα κι αν η ατέλεια βρίσκεται σε σημείο δυσδιάκριτο, ακόμα κι όταν έχουν γίνει προσπάθειες «ξεφορτώματος- κάλυψης» είναι σχετικά αναπόφευκτη η ιδέα ότι «όλοι κοιτάνε, σε κανέναν δεν αρέσει». Μέχρι που συχνά, προκειμένου να αποφύγει κάποιος τις παραπάνω σκέψεις, αποφασίζει να εκθέσει την ατέλειά του πρώτος, προκειμένου να «απολογηθεί» για την ύπαρξή της και να εκφράσει δημόσια τη δυσαρέσκειά του.
Κι όταν οι αντιδράσεις αδιαφορίας ή έκπληξης από τους άλλους κάνουν την εμφάνισή τους κι αφού ακούσει να του λένε πως δεν είχε παρατηρήσει κανείς τίποτα, τότε έρχεται η σκέψη της αμφιβολίας να θρονιαστεί στο μυαλό του, λες και όλοι τον θέλουν «άσχημο». Δεν είναι θέμα χαμηλής αυτοεκτίμησης, είναι ξεκάθαρα θέμα παρατηρητικότητας.
Διότι κανείς δεν γνωρίζει το πρόσωπο και το σώμα μας καλύτερα από τον ίδιο μας τον εαυτό. Κανείς δεν μπαίνει στη διαδικασία να σκεφτεί πως θα ταίριαζε καλύτερα μια άλλη μύτη, λίγο μικρότερα αφτιά, διαφορετικό χρώμα δέρματος και μια πιο επίπεδη κοιλιά. Κανείς δεν παρατηρεί τα δύο κιλά επιπλέον -ούτε τα δύο κιλά λιγότερο. Σε κανέναν δε φαίνεται αντιαισθητική μια ελιά, ένα στίγμα ή ένα μικρό σπυράκι που εμφανίστηκε το πρωί. Όλες αυτές τις λεπτομέρειες τις παρατηρούμε συνήθως μονάχα εμείς και είναι πραγματικά άσκοπο να νιώθουμε άβολα με αυτές. Πρώτον, επειδή η εμφάνισή μας δε μάς καθορίζει ως ανθρώπους και δεύτερον, γιατί το θέμα της «εμφανισιακής ατέλειας» είναι ξεκάθαρα θέμα υποκειμενικό. Κάποιοι λατρεύουν τις φακίδες κι άλλοι τις απεχθάνονται, άλλοι λατρεύουν τα μεγάλα μάγουλα κι όσοι τα έχουν θέλουν να τα ξεφορτωθούν. Είναι θέμα υποκειμενικό και όχι τόσο σημαντικό, σε τελική ανάλυση.
Σε όλους θα έρθουν μέρες, εβδομάδες και μήνες που θα παρατηρούν λεπτομέρειες επάνω τους που θα τους χαλάνε τη διάθεση. Ελάχιστοι είναι οι τυχεροί που νιώθουν «πανέμορφοι» κάθε μέρα, ακόμη κι αν στην πραγματικότητα δένουν όλα τα στοιχεία της εμφάνισής τους αρμονικά. Οι ατέλειες επάνω μας έχουν το μέγεθος που εμείς τους επιτρέπουμε να πάρουν. Μπορούμε να νιώθουμε πως τίποτα δε στρώνει στο σώμα μας για μήνες ή αύριο να το ξεχάσουμε, αφού δεν έχει και τόση σημασία.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου