Στο διάφανο χρώμα της γράπας, ανάμεσα σε φίλους και γνωστούς, προσπαθείς απόψε να σβήσεις την εικόνα του ανθρώπου εκείνου που σε γέμισε με χρώματα. Βάζεις το γαλάζιο της ηρεμίας του, το κίτρινο της ζήλιας, το πορτοκαλί των εντάσεών σας και τα ανακατεύεις. Πιστεύεις πως η λύση είναι να τα σβήσεις, να πνίξεις στη γράπα όλες σας τις στιγμές κι από αύριο δε θα υπάρχουν. Η γράπα είναι διάφανη όμως και τα χρώματα τώρα ανακατεμένα, σου θυμίζουν ακόμη πιο έντονα πόσο σημαντικά ήταν για σένα κάποτε όλα αυτά.
Στο κόκκινο χρώμα του κρασιού, αποφάσισες να ρίξεις όλα εκείνα τα συναισθήματα που σε έκαναν να νιώθεις τη ζωή. Τον έρωτα, την αγάπη και το πάθος, για ένα άτομο που δε βρίσκεται απόψε στην απέναντι καρέκλα, να μοιραστείτε την κανάτα. Δεν ξέρεις πού είναι, μα ούτε σε νοιάζει πια. Θέλεις να φύγεις μακριά, να κρυφτείς από τα συναισθήματα που σου γέννησε, να απαρνηθείς την ύπαρξή τους, να μην τα αναγνωρίζεις πια. Να σε ρωτούν «για ποιον πίνεις απόψε;» και να μη γνωρίζεις την απάντηση. Στο ίδιο ποτήρι με κρασί, ανακατεύεις δειλά τα συναισθήματα και τα πίνεις μονορούφι, μέσα σου για να θαφτούν και όταν ξαναδείς το άτομο εκείνο, ο αέρας να είναι καθαρός από συναισθήματα και συγκινήσεις. Το κρασί όμως είναι κόκκινο και τα συναισθήματά σου ακόμη πιο κόκκινα, τόσο που γίνονται ένα με το κρασί και τα ρουφάς διπλά και εκείνα μεγαλώνουν αντί να εξαφανίζονται.
Στο κίτρινο χρώμα της ρετσίνας, σε άλλο τώρα ταβερνάκι, προσπαθείς να χωρέσεις όλη τη λάμψη που σε μαγνήτισε μαγικά στο άτομο εκείνο. Τη λάμψη που με μάτι γυμνό δεν είναι ορατή, μα πρέπει να τη νιώσεις, να τη χαϊδέψεις απαλά όταν στο πλάι σου σταθεί και να προσέχεις ευλαβικά κάθε ώρα και στιγμή, μη σβήσει για να μη σβήσεις κι εσύ. Τη λάμψη που λίγοι διαθέτουν κι ακόμη πιο λίγοι αντιλαμβάνονται. Κι εσύ που την ένιωσες, τώρα θέλεις να την ξεριζώσεις από μέσα σου και να συνεχίσεις τη ζωή σου σε ματ αποχρώσεις. Η λάμψη έφερε αναστάτωση, καιρός τώρα για την ηρεμία. Ξαναγεμίζεις το ποτήρι για να σβηστεί εντελώς, όμως τα μάτια σου κλείνεις γιατί ξαφνικά τη νιώθεις ακόμη πιο έντονη, -να πάρει!- δε χάθηκε ακόμη, μα δυναμώνει.
Στο καφετί χρώμα του ουίσκι, δυο μάτια καρφωμένα υγρά, ανήμπορα να κοιτάξουν τριγύρω, κλαίνε βουβά για όλα όσα έθαψαν μέσα σε μια νύχτα. Για όλες εκείνες τις χρωματιστές στιγμές, που αρνήθηκαν να σβήσουν και επανήλθαν ακόμη πιο φωτεινές, να σου υπενθυμίσουν πως ο «πνιγμός», εκτός από έγκλημα, είναι και αναποτελεσματικός. Να σου διδάξουν πως κανένα χρώμα του αλκοόλ δεν είναι πιο ισχυρό από εκείνο των συναισθημάτων και πως εκείνα ξεθωριάζουν μονάχα με το πέρασμα του χρόνου, όπως κι όλα τα υλικά αγαθά υλικά. Αν ρίξεις γράπα, κρασί και ουίσκι στα μπλε κάγκελα της αυλής, εκείνα θα λερωθούν, μα δε θα ξεβάψουν. Μόνο το πέρασμα του χρόνου τα κάνει να ξεθωριάζουν σταδιακά.
Στο σκούρο χρώμα του καφέ, κρύβεις το πρωί όλα όσα έζησες την προηγούμενη νύχτα. Τα χρώματα, τα συναισθήματα, την αγωνία, τα δάκρυα, την απελπισία. Κι η εικόνα του ατόμου εκείνου που προσπάθησες τόσο βίαια να ξεριζώσεις από μέσα σου, είναι πιο κοντά σου τώρα. Γιατί αυτά που προσπαθούμε να διώξουμε δε φεύγουν πάντα κι αυτά που αποφεύγουμε, δίπλα μας καταλήγουν. Γιατί στην καρδιά και στο μυαλό, καμιά χημική ουσία δε μπορεί να επιβληθεί, όσο κι αν εσύ προσπαθήσεις. Κι αν νομίζεις πως μπορείς να τα πνίξεις όλα στο αλκοόλ, μάθε πως κάποια κολυμπάνε. Κι αν καταλάβουν πώς να ζήσεις μακριά τους προσπαθούν, θυμώνουν και επιστρέφουν πιο δυνατά.
Για αυτό άφησε τα όλα όπως είναι. Τίποτα μην προσπαθείς να ξεφορτωθείς, όσο κι αν σε πληγώνει. Ζήσε με τα συναισθήματα και τις εικόνες, τις αναμνήσεις που κάποτε σε έκαναν και γελούσες και γέλασε ξανά μαζί τους. Μόνο έτσι τα ξορκίζεις, όταν πάψεις πια τόσο να τα φοβάσαι.
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.