Ρε θα σου σπάσω τα μούτρα. Μη με κοιτάς έτσι ήρεμα!
Ξέρεις γιατί άρχισα να μοιράζω κηδειόχαρτα της σχέσης μας δεξιά κι αριστερά; Γιατί δε μαλώνουμε πια γαμώ το κεφάλι σου. Βάζεις τα μακαρόνια στο τρίτο ράφι πάνω από τα ρύζια και δε με ενδιαφέρει καν. Αλλάζεις το σταθμό στο αυτοκίνητο, ενώ παίζει το κομμάτι μου, και, αντί να δαιμονιστώ, συνεχίζω να κοιτάω απ’ το παράθυρο. Μου φέρνεις lacta μπισκότο αντί για φράουλα και τη μασάω στωικά. Όλα αυτά, εγώ.
Εγώ που θεωρούσα πως τα μικροκαβγαδάκια ακόμα και για τα πιο ανούσια, αυτά τα νάζια που όλοι αγαπάμε να μισούμε, είναι που κρατάν το μεταξύ μας ζωντανό. Αυτά, που δείχνουν πως ακόμα σε νοιάζομαι κι ακόμα με νοιάζεσαι και πως δεν έχουμε καταντήσει σαν τους ήσυχους βολεμένους που κοροϊδεύουμε.
Θέλω η ύπαρξή σου να τρελαίνει τους παλμούς μου. Βαρέθηκα πια τους κανονικούς σφυγμούς, και, αν τους ήθελα αντί για σένα θα διάλεγα μία μπιγκόνια. Εσύ είσαι το καψουράκι μου. Το λέει και η λέξη. Οφείλεις να με καις κι όχι να διατηρείς τη σύσταση της υπόστασής μου σε ποιοτική ακαμψία. Το συναισθηματικό κανονικό του 36.6, θα σε παρακαλούσα να το κρατήσουμε για τα ογδόντα μας -και αν.
Κάθομαι τα βράδια, σε περιμένω να γυρίσεις, και παρακαλάω να ανοίξεις την πόρτα με νεύρα. Στραβώνω επίτηδες το χαλάκι της εισόδου, για να σκοντάψεις και να με βρίσεις. Αλλά ούτε τόσο δε σε κόβει. Μπαίνεις και με λες «αγάπη μου». Τι αγάπη μου, ρε στραβάδι; Πνίγομαι. Θέλω να θυμηθώ πώς αλλάζει η φωνή σου όταν την υψώνεις, πώς η δική μου, και πόσο αρμονικά μπλέκουν κι οι δυο μαζί. Θέλω να εκτονωθούμε και μετά από δέκα λεπτά να ηρεμήσουμε με ένα φιλί, που θα επαναφέρει στη μνήμη μας όλους τους λόγους για τους οποίους εξ αρχής ερωτευτήκαμε.
Κράτησε πολύ η περίοδος χάριτος. Και δε με νοιάζει αν οι άλλοι λένε, ότι η ηρεμία είναι το πολυπόθητο στάδιο στο οποίο καταλήγουν τα ζευγάρια, όταν φτάσουν πια να γίνουν ένα. Τι ψυχολογικές μαλακίες είναι αυτές; Αρχικά, δε θέλω να γίνω ένα με κανένα. Θέλω να είμαι ένα εγώ κι ένα εσύ. Δε θέλω να αφομοιώσω τα στραβά σου, ούτε να τα κάνω δικές μου συνήθειες. Θέλω να μείνουν πάντα εκεί αναλλοίωτα, γιατί αυτά είναι που σε ξεχωρίζουν από όλους τους άλλους. Αυτά ξεχώρισα κι εγώ σε εσένα, κι αν τα συνηθίσει ο οργανισμός μου, αν δεν τσινάω κάθε φορά που πρέπει να πω κάτι δέκα φορές για να το θυμηθείς, πάει, το χάσαμε το παιχνίδι. Μην κοιτάς που δε χάνω ευκαιρία να στα τρίβω χαιρέκακα στη μούρη όποτε μου την λες. Ή νομίζεις ότι όσοι ταυτίζουν την αγάπη με το μιμητισμό και τον παρουσιάζουν μάλιστα και ως την ιδανική συνέχεια ενός έρωτα, έχουν ιδέα από αυτά; Την τύφλα τους δεν ξέρουν. Αυτό να θυμάσαι.
Το ξέρεις αυτό το συναίσθημα που μετά από ώρες ανυδρίας, ψάχνεις όλο τον κόσμο για νερό και μόλις πιεις, νιώθεις ότι ο οργανισμός σου αρχίζει να λειτουργεί ξανά; Έτσι κι εγώ. Άρχισα να σε κοιτάω. Από πάνω μέχρι κάτω. Είπα, δεν μπορεί, θα κάτσω εδώ, όσο χρειαστεί, μέχρι να βρω κάτι για να θυμώσω. Κάτι να κάνεις, κάτι να θυμηθώ, για κάτι να σε σιχτιρίσω. Σήμερα αποφάσισα ή να σε χάσω οριστικά ή να σε βρω ξανά.
Και βρήκα. Και θύμωσα, και έβρισα, και έκλαψα, και σου φώναξα, και σου απαίτησα. Και φώναξες σε όλα όχι, μέχρι που με κράτησες τόσο σφιχτά λέγοντας όλα τα ναι του κόσμου με μία αγκαλιά. Όμως με πείραξε γαμώτο που σε ‘βαλα μπροστά μου πρώτη εγώ. Με πείραξε, που σκάναρα τα πάντα σου για να με διαολίσει ένα ψεγάδι, που σε περίμενα στη γωνία να κάνεις το λάθος, που σου ‘δινα απλόχερα τα λάθη τα δικά μου κι εσύ τα προσπερνούσες. Με πείραξε, μα μετά από λίγο κατάλαβα ότι η αδιαφορία σου αυτή δεν ήτανε ούτε ούτε η αλήθεια σου, ούτε το αντίποινο. Ήταν το τελευταίο σου χαρτί.
Θέλω να σου σπάσω το κεφάλι. Κι είναι η πρώτη φορά στη ζωή μου που συλλαβίζω τις λέξεις αυτές και γελάει το μέσα μου. Εκείνο το βράδυ, μου θύμησες το στίχο του Λειβαδίτη, που λέει «Κι όταν δεν πεθαίνει ο ένας για τον άλλον είμαστε κιόλας νεκροί».
«Όταν δεν θυμώνει ο ένας με τον άλλον, μάτια μου», σου ανταπάντησα, «τότε είμαστε κιόλας νεκροί».
Και πήγαμε για ύπνο ευτυχισμένοι, που καταφέραμε να ζήσουμε.
Επιμέλεια Κειμένου Αγγελικής Κοντογιαννάτου: Κατερίνα Κεχαγιά.