Ποιος θάνατος σκοτώνει ακαριαία με αντάλλαγμα την αναγέννηση και ποιος αργά, σαπίζοντας και το τελευταίο κύτταρο μέχρι να σε καταντήσει σώμα αιωνίως νεκρό;
Μεταφράζω.
Να χωρίζεις στην αρχή; Όταν πονάει το κορμί σας από πόθο; Ή αργότερα, όταν έχετε γίνει πια ένα; Όταν το ακατανόητο πρώιμο πάθος, αλλάζει σε καθηλωτική αγάπη και δεν μπορείς πλέον να θυμηθείς αν είχες ζωή πριν το συνοδοιπόρο σου; Τι πονάει πιο πολύ;
Έρωτας είναι να αγρυπνάς για να μετράς τους παλμούς και τις ανάσες μου. Να τεμαχίζεις τις λέξεις μου, για να μη σε πληγώνουν. Επιπόλαια, να απαιτείς. Και να φουντώνεις σαν ο άλλος σου καθυστερεί αυτό που η ψυχή σου έχει αποφασίσει ήδη.
Δεν είναι δίκαιος ο έρωτας. Καθωσπρέπει είναι οι συναλλαγές στο περίπτερο. Ο έρωτας μάτια μου, είναι τσογλάνικη ανταλλαγή.
Αν τολμήσει κανείς να διακόψει την ένωση μεταξύ των ερωτευμένων, διώκεται σαν να διέπραξε έγκλημα βαρύ. Δεν είναι λίγο να τα βάζεις με την επίγεια δύναμη που αγγίζει το θαύμα. Όποιος κι αν θέσει το τέλος, ο πόνος είναι ίδιος, εφόσον τα αισθήματα είναι αμοιβαία. Και πώς αλλιώς μπορεί να είναι;
Μπορώ να νιώσω το επώδυνο ξέσκισμα της σάρκας του ερωτευμένου. Το τρέμουλο της εκμηδένισης, το κουρέλιασμα. Τη λιποψυχία μπροστά στον ακατάπαυστο πόνο του αποχωρισμού. Δε λειαίνεται ο ψυχικός ξεπεσμός ενός ανθρώπου που χάνει τον έρωτα του, με το να τον χρίζεις μύχια ισχύ. Κι όμως είναι. Γιατί όσο κι αν πονέσεις -και θα πονέσεις πολύ- η καρδιά έχει πάντα τους τρόπους να ξαναφτιάχνει.
Παλεύεις με γιγαντοποιημένα συναισθήματα. Η ψευδαίσθηση δεν τα κάνει λιγότερα επίπονα. Κάθε άλλο. Τα κάνει τόσο επίπονα, που δεν αντέχεις. ‘Ομως, τα καθιστά παροδικά. Θα περάσει. ‘Οσο και να μην το πιστεύεις, όσο και να σε εκνευρίζει αυτή η, εκ του ασφαλούς, δήλωση των τρίτων που σε βλέπουν να γίνεσαι ένα με το πάτωμα, είναι η αλήθεια.
Κι όταν περάσει, δε θα ‘χει μείνει τίποτα. Οι τρύπες θα κλείσουν, η μνήμη δε θα γδέρνει πια. Η μονιμότητα είναι έννοια ασύμβατη στον έρωτα. Σε κάθε στάδιό του. Ο πόνος του τέλους σε σκοτώνει, ναι. Όπως κανένα άλλο συναίσθημα. Δε σε αφήνει όμως νεκρό. Οι έρωτες που ξοδεύτηκαν νωρίς, στο τέλος σ’ ανασταίνουν.
Να φοβάσαι τη στιγμή, που ο πανικός που θα συνταράσσει το κορμί σου δε θα εκπορεύεται από εγωιστικά «θέλω επειδή χρειάζομαι» αλλά από συνειδητοποιημένα «χρειάζομαι επειδή θέλω». Να φοβάσαι τον οδυρμό της αγάπης.
Αυτή την ώριμη μετουσίωση του έρωτα. Τον έφηβο που έγινε ενήλικας. Η αγάπη κουβαλάει μέσα της τη σπουδαία ευθυκρισία εκείνου που έπαθε κι έμαθε. Τις ένοχες απογοητεύσεις, τα άγουρα «φύγε» και τα βιαστικά «για πάντα». Και ξέρει να σέβεται. Να ξεστομίζει μόνο όταν εννοεί, να μην καταρρέει όταν έχει λόγους να δυναμώνει. Να τάζει μόνο όσα μπορεί να δώσει.
Πώς να χωρίσεις αυτούς που έμαθαν να ξυπνάνε με την ανάσα του άλλου στο λαιμό τους; Αλήθεια, περιμένεις να περπατήσουν χωριστά εκείνοι που για χρόνια συγχρόνιζαν το βηματισμό τους, ώστε να μην παραπατήσει κανένας τους;
Η απώλεια της καθημερινότητας. Αυτή είναι η μαύρη τρύπα που καταπίνει τους χωρισμένους που αγαπήθηκαν καιρό. Ενώσατε χούγια. Κυριακάτικα χουχουλιάσματα, τον πρώτο καφέ της μέρας, τη μετατροπή σας σε νοσοκόμα σε περίπτωση που ο ένας κρεβατωθεί. Καβγάδες πάνω απ’ τα ράφια του σούπερ μάρκετ, το σεξ που ενίοτε αποφεύγετε επειδή απλώς δε γουστάρετε. Χωρίς να θίγεται κανείς. Συμφωνήσατε στο τέλος της ημέρας να λύνετε τα πάντα με μία αγκαλιά. Να μην πέφτετε ποτέ για ύπνο μαλωμένοι, ακόμα κι αν πριν θέλατε να σκοτώσετε ο ένας τον άλλον. Διαλύατε μέρα με τη μέρα τα ηλίθια «πρέπει» των σχέσεων.
Και ξαφνικά, έμεινες μόνος σου. Εσύ κι ένα άδειο 24ωρο. Αγάπησες κάποιον σαν να ήταν ο εαυτός σου. Αν όχι περισσότερο.
Κι όταν χάσουμε τον εαυτό μας, θρηνούμε για πάντα.
Αυτός είναι ο πόνος που ποτέ δε συνηθίζεται. Εδώ, δεν είναι η καρδιά που πρέπει να γιάνεις, αλλά το μυαλό. Κι αυτό το άτιμο, δεν επουλώνεται όσα τσιρότα κι αν του κολλήσεις. Τα συναισθήματα τα παλεύεις, τα εκλογικεύεις και τα ξεπερνάς. Την πραγματικότητα όμως; Απ’ την πραγματικότητα δε γλύτωσε ποτέ κανείς.
Και ξέρεις γιατί; Γιατί είδες την αληθινή εκδοχή κι όχι τις επίπλαστες ιδιότητες που απέδιδες, όντας ερωτευμένος. Αυτήν αγάπησες και μαζί της θέλησες να ζήσεις. Ακόμα κι όταν γαμωσταυρίζεις επειδή σου έκανε πάλι την κουζίνα paintball. Ακόμα κι όταν απελπίζεσαι επειδή σε ξυπνάει τις Κυριακές για να σκουπίσει. Εσύ δε θες να ζήσεις αλλιώς. Μπορείς, γαμώτο. Αλλά δε θέλεις.
Συμβίβασες δύο ολόκληρες αλήθειες κι ας ηττήθηκες. Τούτο το σηψαιμικό αξίωμα θα υπερασπιστείς σε έναν κόσμο, που έχει χάσει εδώ και καιρό τα κότσια να δίνει το πλήρες του. Καλύπτεται με δάνεια στιγμών, έρωτες τάχα, που πάντα ως δια μαγείας λήγουν λίγο πριν οι δόσεις ξεπληρωθούν και ζητήσουν μονιμότητα. Εσύ τον έκλεισες το λογαριασμό. Ξεπλήρωσες και με το παραπάνω. Το ότι τόλμησες να αγαπήσεις. Αυτό χρωστάς να επαληθεύσεις μ’ έναν πόνο που αξίζει όλα τα δάκρυά σου.