Το τρομακτικότερο στις σχέσεις των ανθρώπων είναι η ευμεταβλητότητα στην οποία υπόκεινται έννοιες εξ ορισμού απόλυτες.
«Σ’ αγαπάω» που σκορπιούνται και ενίοτε ξεχνιούνται στη δίνη του χρόνου.
Οι δύο αυτές λέξεις που δεν κουβαλούν μόνο χαμόγελα, κορμιά που καίνε κι ανέμελες βόλτες.
Κουβαλούν και πόνο, σκισμένες φωτογραφίες, άδεια σώματα στα σκαλιά απ’ το πολύ πιοτό.
Ενωνόμαστε «για πάντα», χωρίς τη συναίσθηση πως αυτός που σήμερα διαλέγει να είναι το παρόν σου και υπόσχεται να είναι και το μέλλον σου, μπορεί πολύ εύκολα αύριο, να αποφασίσει να γίνει το παρελθόν σου.
Αυτός που ήταν τα πάντα, σε μία στιγμή μετατρέπεται σε κάτι λιγότερο του τίποτα.
Το τι ακριβώς συμβαίνει στον κάθε χωρισμό από κοινωνιολογικής απόψεως, εάν υποστεί της ανάλυσης που απαιτείται, είναι ικανό να σε οδηγήσει σε πλείστες όσες διαταραχές.
Να χωρίζει η σάρκα από τη σάρκα σου κι όλοι να διατάσσουν το ανάπηρο κορμί σου να τρέξει μαραθώνιο.
Και κάπως έτσι, μετά από τα τόσο «σ’ αγαπώ», παθαίνεις ανοσία.
Έχεις πάθει ποτέ σου ανοσία στην αγάπη; Αυτό το συναίσθημα που κατακλύζει το σώμα σου και αρχίζει να γίνεται δέρμα σου. Δέρμα από ατσάλι. Αδιάτρητο, συμπαγές και προστατευτικό. Δέρμα, το κυριότερο, ελαστικόν. Του πετάνε προφορική αγάπη και αυτή δε βρίσκει ούτε μισό πόρο να εισχωρήσει μέσα σου. Κάνει δύο τούμπες και πέφτει στο πάτωμα.
Κι ύστερα λαμβάνει δράση το μυαλό. Το όργανο εκείνο που ζητά τις πράξεις.
Τα αυτιά σου κλειδώνουν και απ’ όλες τις αισθήσεις σου μαθαίνεις να εμπιστεύεσαι μόνο τα μάτια. Άντε και, λίγο χαριστικά, την αφή σου.
Αλλάζουν ένα προς ένα τα εξ ων συνετέθης.
Μέχρι που μένεις ένας άνθρωπος κατ’ επίφαση. Των άλλων.
Γιατί εσύ ξέρεις μέσα σου καλά, πως αυτό που έγινες, άνθρωπος δεν είναι.
Μα δε σε νοιάζει και πολύ.
Και όλα κυλάνε με εντυπωσιακό αυτοματισμό, μπορεί και λίγο να γουστάρεις που έγινες αυτό που στις παρέες σου ευχόσουν. Αναίσθητος, κυνικός και αλαζόνας.
Χωρίς πίστη στις ανθρώπινες σχέσεις, χωρίς συναισθήματα και άρα πληγές, χωρίς ανάγκες και άρα ελλείψεις.
Γενικά απαλλάχτηκες από κάθε τέτοιο σιαμαίο σχήμα που από μόνο του σου δίνει ζωή και, το αναγκαίο να το ζήσεις αντίθετο του, σου την παίρνει. Με ιλιγγιώδη ταχύτητα και ζηλευτή, αυθάδη εναλλαγή.
Αμ δε.
Γιατί, μπορεί να τα ‘γδαρες όλα από πάνω σου. Όσα σου θύμιζαν τη βιολογική σου καταγωγή, μα ξέχασες ένα. Την καρδιά σου.
Εκείνη τη σφιχτή, με τις χιλιάδες αρτηρίες και τον αδιάκοπο χτύπο, κόκκινη μπουνιά που την έφαγες τελικά εσύ με δύναμη στα μούτρα.
Κι έρχεται αυτή, που λες, και διαλέγει.
Κι όταν διαλέγει η καρδιά, το σύμπαν σωπαίνει.
Βγάζει το σκασμό, μπροστά στο μεγαλείο του ανθρώπου που, παρά τις συνεχείς διακοπές, δεν έβγαλε ποτέ το φορτιστή απ’ τη πρίζα, παρά επέλεξε να ρισκάρει.
Να καεί εντελώς ή να φορτίσει στο 100% του.
Κι αυτό, είναι σπουδαίο.
Εκείνον που διάλεξε η καρδιά σου, λοιπόν, τη στιγμή που αποφάσισες, και παρ’ ολίγον κόντεψες, ν’ απαρνηθείς την ανθρώπινη φύση σου, θα τον’ εφάνε οι ρέγγες.
Θα έρθει αντιμέτωπος με όλα τα σπασμένα των προηγούμενων και θα’ ναι τόσο μάγκας που θα επιμένει να απλώνει κόλλες σε κάθε ρωγμή.
Θα ακούσει τόσα μαζεμένα «φύγε», που θα φτάσεις να πιστεύεις πως είναι κουφός για να στέκεται ακόμα εκεί μπροστά σου.
Θα θες να του τα δώσεις όλα, αλλά θα του φωνάζεις πως δεν έχεις τίποτα.
Εσύ θα το πιστεύεις κι αυτός θα σε αμφισβητεί με μία εκνευριστική σιγουριά.
Θα τον χαρακτηρίζεις ως εκπρόθεσμη αλλαγή στο ημίχρονο των ζωών σας κι εκείνος θα διεκδικεί τη θέση του βασικού.
Ώσπου θα σε αναγκάσει να καταλάβεις τα εξής τρία.
Η μνήμη δεν είναι καθόλου ικανή να δίνει εντολές, όταν κανείς δεν τις δέχεται.
Οι πληγές δεν κλείνουν, αν μπαντάρεις το λάθος χέρι.
Και τα όνειρα δεν αρχίζουν, γι’ αυτούς που δεν τα πιστεύουν.
Δώσε την ευκαιρία στο πρόσωπο που ήρθε, τόλμησε, την απαίτησε και την κέρδισε με την αξία του.
Και δώσ’ τη του στ’ αλήθεια. Χωρίς πισινές ή κρατήματα. Χωρίς βολικές αφορμές καταστροφής.
Δεν έχει νόημα να περιμένεις κανένα στη γωνία για να του μετρήσεις λάθη, δεν ωφελεί σε τίποτα να παίζεις με κανόνες και να κινείσαι με τακτικές. Άσε που έτσι, προδιαγράφεις και το τέλος.
Αυτοεκπληρούμενες προφητείες τις λένε και είναι αχόρταγες. Άσ’ τις νηστικές.
Άλλωστε, κανείς δεν έχει το δικαίωμα να υποτιμήσει την σπάνια εκείνη φορά που νους και ψυχή συμφωνούν, εξισώνοντας τη με όλα τα μέτρια που μέχρι τώρα έζησε. Πολλώ δε μάλλον, να την προσπεράσει.
Να διαλύεις τα «άραγε». Αυτό είναι το στοίχημα και, αν το κερδίσεις, θα’ χεις απαλλαχτεί από τη μεγαλύτερη παγίδα αυτού εδώ του κόσμου:
Τις αμφιβολίες.