Ξέρεις, είναι αυτές οι περίεργες ώρες ανάμεσα στη δύση και στο χάραμα, που όλα γύρω μοιάζουν αλλιώς. Το αλκοόλ έχει την ιδιότητα να ξεδιαλύνει τη γλώσσα. Το σκοτάδι την αντιφατική ικανότητα, να κάνει τα μάτια πιο λαμπερά. Κι οι μουσικές, τα αγγίγματα πιο δελεαστικά. Ο πιο απλός τρόπος να δραπετεύσουμε, έστω και λίγο, απ’ τη ρουτίνα της μέρας, είναι οι νύχτες μας.
Οπότε και γεννάται το ερώτημα: Εσύ πώς επιλέγεις να δραπετεύεις;
Ως υπέρμαχος τους, στο δίλημμα μπαρ ή club, θα απαντήσω με θάρρος και μεμιάς, το πρώτο.
Το σωστό μπαρ δεν είναι απλώς ένας τρόπος διασκέδασης. Εκείνες οι σκοτεινές, αυθεντικές γωνιές, που ξεπροβάλλουν κάθε τόσο στα στενά της πόλης σου, αποτελούν ένα ταξίδι. Στο χθες, μα και στο μέσα σου. Εκεί, δεν πίνεις απλά το ποτό σου. Γίνεσαι μέρος μίας ιεροτελεστίας από τη στιγμή που θα πατήσεις το πόδι σου στο -σχεδόν πάντοτε- ξύλινο πάτωμα, μέχρι τη στιγμή που θα βλέπεις το χαμηλό φωτισμό της μπάρας να απομακρύνεται απ’ τα μάτια σου καθώς θα φεύγεις.
Κατ’αρχάς, ας μεταφερθούμε νοερά στο χώρο ενός μπαρ.
Μπουκάλια παντού κι εκατοντάδες ετικέτες απ’ τις αγαπημένες σου μπύρες. Όλα απελπιστικά διαθέσιμα για τον ουρανίσκο σου. Η πέτρα και το ξύλο, δένουν με έναν τρόπο μαγικό, προσφέροντας σου τη ζεστασιά που απαιτείται. Παλαιωμένα σκαμπό, πίνακες, φαναράκια, επιγραφές κι άλλα αντικείμενα από τρομπέτες, μέχρι επιβλητικές Harley (ανάλογα με το γούστο και το budget του ιδιοκτήτη) κοσμούν περίτεχνα το χώρο.
Το σπουδαιότερο όμως είναι η μουσική. Χουχουλιάρικη jazz, νευρώδης rock, ήρεμα blues, ερωτική soul, βουκολικοί country ρυθμοί με folk και swing αναφορές, ηλεκτρονικοί ήχοι, εναλλακτικές ελληνικές νότες ή καθαρόαιμα έντεχνα, και φυσικά οι αλτέρνατιβ επιλογές του dj από vintage πινελιές μέχρι old school και dubstep. Στιγματίζουν κάθε χώρο, μυώντας σε στην εθιστική εμπειρία ενός γνήσιου μπαρ.
Όσα μέχρι τώρα είπαμε, είναι φανερό πως σχετίζονται με την υπαρκτή εικόνα, αυτό που βλέπεις. Με αυτό, που σου προσφέρει έτοιμο ο χώρος και που εσύ απλώς, απολαμβάνεις. Διόλου ασήμαντο το φαίνεσθαι. Άκρως απαραίτητο θα έλεγα, εφόσον η διασκέδαση είναι η κατεξοχήν δραστηριότητα που σκοπό έχει να εξοικειώσει τον άνθρωπο με την αίγλη της ευημερίας κι όχι να τον εγκλωβίσει στο μονοδιάστατο μίας βαλσαμωμένης ζωής.
Ωστόσο, το στοιχείο που κάνει την παραμονή σε ένα μπαρ άξια επανάληψης, δεν είναι σε καμία περίπτωση κάτι που μπορείς να κατανοήσεις με τις αισθήσεις σου. Με την όραση, την ακοή ή τη γεύση. Το σπουδαιότερο, είναι αυτό που αντιλαμβάνεται η ψυχή σου. Κι ο τρόπος με τον οποίο τα σώματα, καθοδηγούμενα απ’ το μυαλό, μαθαίνουν να αντιδρούν στα μη οπτικά ερεθίσματα. Το πώς, δηλαδή, όλοι δείχνουν να παραδίνονται στην άυλη αύρα, που δημιουργεί το άψογο σύνολο των ενσωμάτων γύρω τους.
Η παρέα έρχεται πιο κοντά, αφού τολμάει να εκμυστηρευθεί όλα όσα στο φως αποφεύγει. Παλιούς έρωτες, ξεχασμένα αστεία, προβλήματα με το στριμμένο αφεντικό και τον καβγά με το ταίρι τους. Ο λόγος γίνεται συνεκτικό μέρος της βραδιάς κι όχι επιπρόσθετο βαρίδι. Το γέλιο βγαίνει απροσποίητα, γιατί μπορείς κι ακούς όσα σου λέει ο διπλανός σου. Δεν εξαναγκάζεσαι σε αμήχανα γελάκια και κενές στιχομυθίες. Κυρίως γλυτώνεις το φόβο του να ‘χεις συμφωνήσει άθελα σου σε ομαδικά όργια, επειδή έγνεψες «Ναι» ακούγοντας «Φεύγουμε» ενώ σου «Και τέταρτον έχουμε».
Και φτάνουμε αισίως στο κεφάλαιο «φλερτ στο μπαρ». Έξω ψάχνουμε αυτό που θα μας τραβήξει το ενδιαφέρον. Και γιατί όχι, προσπαθούμε να το κατακτήσουμε. Σας το υπογράφω. Δεν υπάρχει ιδανικότερο μέρος, για να φλερτάρεις, από ένα μπαρ. Αρχικά, όπως ήδη είπαμε, ακούς τι σου λέει το αίσθημα. Κι απαντάς. Όπως πρέπει. Ύστατο πλεονέκτημα για όσους δεν καλύπτονται από ανώνυμα, μεθυσμένα πηδήματα σε δημόσιες τουαλέτες. Απ’ την άλλη, εάν στο «Άρωμα γυναίκας» εσύ σταμάτησες να τρως ποπ κορν στη γνωστή σκηνή, αυτή είναι η ευκαιρία σου. Να χορέψεις, όπως το ονειρεύεσαι, στον απαιτούμενο χώρο και μόνο με το υποψήφιο ταίρι σου, όχι με όλο το μαγαζί να τρίβεται ιδρωμένο πάνω σου.
Η αιρετική Βίβλος των μπαρ, εάν υπήρχε, θα είχε πριν τα προσευχητάρια, το εξής Πιστεύω:
«Αρνούμαι να με ζαλίζουν τα ψυχεδελικά φωτορυθμικά κι οι αλλοιωμένοι ήχοι των ηχείων. Ποθώ να με ζαλίζει η μορφή σου. Να με μεθούν αυτά που σε ακούω να μου λες κι όχι οι μπόμπες που μου σερβίρεις. Προσδοκώ να σε δω να μπαίνεις και το σκηνικό που θα’ χει στηθεί για να φιλοξενήσει την πρώτη μας γνωριμία, να αποκαλύπτει και τους δύο μας. Ως ανθρώπους. Όχι ως φτηνιάρικες τσόντες. Αμήν.»
Επανέρχομαι στα γήινα, και ανακεφαλαιώνω. Το πού επιμένουμε να βγαίνουμε, έχει την τάση να μας χαρακτηρίζει. Το με ποιον, επίσης. Κι εμείς εδώ αναλύουμε τα αυτονόητα, ενώ η πεμπτουσία των λόγων για τους οποίους τασσόμαστε υπέρ των μπαρ, συμπυκνώνεται σε επτά εξαιρετικά απλές λέξεις. Να ξέρω με τι έχω να κάνω.
Να σου δείξω πως έχω όντως τα όπλα για να ανταπεξέλθω στη μάχη της ερωτικής μας επικράτησης και πως τα σφηνάκια είναι απλώς τα πολεμοφόδια. Και να μου το δείξεις κι εσύ. Να περιμένω τι περίπου πρόκειται να ακούσω μετά, να μην απειλούμαι από ακατανόητες διασκευές. Να ταυτίζομαι με το κόνσεπτ που υπάρχει γύρω μου. Να μπορώ να το αισθανθώ ως οικείο ζωτικό μου χώρο για να το αντέξω. Χωρίς αλκοόλ.
Κι αυτό, μόνο στους μυσταγωγικούς ναούς των μπαρ, μπορείς να το συναντήσεις.
Αν αντέχεις, διαχειρίσου το και έλα να με βρεις. Αν όχι, συνέχιζε να συχνάζεις εκεί που ρεμιξάρουν Οικονομόπουλο με Sia και καλή σου τύχη.