Τι νόημα έχει μία ζωή που δε θα είσαι δίπλα μου; Να τις βράσω τις βόλτες αν δεν κρατάς το χέρι μου εσύ. Τις στιγμές. Ποια χαρά αν δεν μπορώ να σε πειράζω για το γέλιο σου, ποια δυσκολία και πώς να την αντιμετωπίσω αν δεν μπορώ να σε εντοπίσω στο πλήθος για να ηρεμήσεις τη ματιά μου.
Πόσο γελοίο είναι να θεωρούμε δεδομένα πράγματα απλά. Την ανάσα μας, ας πούμε. Λες κι είναι κανονισμένη μία αγκαλιά που προσπεράσαμε, λες κι είναι συμφωνημένο το «σ’ αγαπώ» που αφήσαμε για μετά.
Αρκούν δυο τσαλακωμένα σίδερα, μία ησυχία και λίγος καπνός για να καταλάβουμε πως τίποτα δεν είναι. Τα δευτερόλεπτα ενός ατυχήματος σχετικοποιούν το χρόνο όσο τίποτα. Η στιγμή της σύγκρουσης κρατάει το πολύ δύο δευτερόλεπτα. Κι όμως σου φαίνεται αιώνας.
Θα λες και θα ξαναλές πως δε σκοτώθηκε κανείς. Το μεγαλύτερο θαύμα, αν λάβετε υπ’ όψιν τις συνθήκες. Φυσικά δεν το λες για να τ’ ακούσεις, εσύ το ξέρεις. Το φωνάζεις στον άνθρωπό σου, που κοιτάει το κενό δίχως να ακούει. Το ουρλιάζεις, για να τον αφυπνίσεις απ’ το σοκ στο οποίο βρίσκεται, να του δείξεις το σπουδαίο. Οι λαμαρίνες ξαναφτιάχνονται, οι ψυχές είναι αυτές που φεύγουν για πάντα.
Δεν ξέρω ποιους μηχανισμούς ενεργοποιεί ο ανθρώπινος οργανισμός σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης. Πώς αντιλαμβάνεται το ρόλο που πρέπει να αναλάβει. Ο ένας να στέκεται βράχος, όσο ο άλλος τα ‘χει χαμένα. Κάποιος απαιτείται να επιβάλλει τη λογική υποθέτω, και καθώς αντιλαμβάνεσαι τη σφοδρή ευαλωτότητα του άλλου, γεμίζεις κυνισμό αποκλείοντας κάθε πιθανό συναίσθημα που θα μπερδέψει τη σκέψη ή την κρίση σου.
Το μεγαλύτερο αγκάθι που έχεις να αποβάλλεις είναι η αίσθηση της ακραίας σύμπτωσης φθοράς και αφθαρσίας. Η διαπίστωση του πόσο εύκολα μεταβάλλονται οι ζωές. Όχι η δική σου, καθόλου η δική σου. Του ανθρώπου σου. Που τον βλέπεις να τρέμει, να κρυώνει. Να τρομάζει σαν μικρό παιδί. Που δεν ξέρεις αν πονάει. Που δεν μπορείς καν να το μάθεις, γιατί φοβάται τόσο που θα το αρνείται πεισματικά. Ξαφνικά, γίνεσαι υπεύθυνος για τη ζωή ενός άλλου -αυτού που αγαπάς. Το να φωνάξεις, να πιέσεις ή να εξαναγκάσεις σ’ αυτό που θεωρείς ότι πρέπει να γίνει δεν υφίστανται ως επιλογές, αφού σε κοιτάει σαν παιδί που του κόβουν τη βόλτα στο λούνα παρκ, μόνο που αντί να απαιτήσει άλλη μία γύρα με το καραβάκι, σου ζητάει να γυρίσετε στο σπίτι σας κι όχι τα νοσοκομεία.
Θα πει πολλά. Ότι δεν τον αγαπάς και δεν τον νοιάζεσαι. Ότι δεν τον φροντίζεις γιατί απλώς αρνείσαι όσα παράλογα σου ζητά. Είσαι κακός επειδή δεν τον πας να ξαπλώσετε στο κρεβάτι σας κι είσαι χαζός επειδή ανησυχείς για την υγεία του, ενώ είναι μία χαρά. Το ξέρει, το νιώθει, στο λέει, τι άλλο χρειάζεσαι για να πειστείς; Μη θυμώσεις. Γιατί λίγο αργότερα θα παραδεχθεί ότι πονάει ο αυχένας του, ότι μουδιάζει και πως ζαλίζεται. Και τότε θα αντιληφθείς, ότι η τυχόν ανυπαρξία της μορφής που στέκεται απέναντι σου θα σημάνει την απαρχή του τεθνεόντος βίου σου. Να σείεται το μέσα σου στις αβέβαιες εικασίες. Ζωντανός νεκρός, δεν άντεξε άλλωστε κανείς.
Στιγμή δεν αναζήτησες ευθύνες. Δε σε ενδιαφέρει ο λόγος που μπήκε αντίθετα σε μονόδρομο, που δεν είδε το στοπ. Άλλωστε αυτά ενδέχεται να συμβούν στον καθένα. Εσένα σου φτάνει που συνεχίζει να κουνάει τα χέρια του για να σε χαϊδέψει, που ζεσταίνει τις πατούσες σου τρίβοντάς τες με τις δικές του τα βράδια. Αυτό είναι το μόνο που απαίτησες. Να ζήσει. Καμία άλλη εξήγηση, κανένα άλλο γιατί.
Εσύ που θεωρούσες δεδομένα τα πάντα, είδες σε μία στιγμή πώς όλα μπορούν να ανατραπούν. Τις στιγμές που εκείνος φοβόταν ότι θα τον αφήσεις, εσύ αποφάσιζες να μείνεις. Άδικα όλα τα μαρτύρια κι οι φόβοι του. Μικρόψυχοι οι άνθρωποι που ψάχνουνε ευθύνες στο φευγιό τους. Κι εσύ μικρόψυχος δεν είσαι. Το μόνο για το οποίο ποτέ θα τον κατηγορούσες, θα ‘ταν για ένα τέλος που θα το έγραφε νωρίτερα απ’ το δικό σου. Σ’ όλα τ’ άλλα δε γύρισες λεπτό το βλέμμα σου. Τα ξέπλυνες σε λίγα δάκρυα εκτόνωσης και τα πέταξες από ‘κει που ήρθαν. Αν πριν φανταζόσουν πως δεν μπορείς να διαχειριστείς μία ζωή χωρίς εκείνον, τώρα πια το ξέρεις.
Απ’ την μεριά του, θα επιμένει στη συγγνώμη που ποτέ δε χρειάστηκες. Θα έφταιγε αν σκοτωνόσουν. Αυτή η σκέψη του αρκεί για να τον χορτάσει από τύψεις και ενοχές. Να τον τινάζει σε χρόνο ανύποπτο στον ξύπνιο του και να τον ξυπνάει ιδρωμένο τις νύχτες. Μάζεψε όση επιμονή, υπομονή και πειθώ διαθέτεις για να του ράψεις με λόγια την πληγή.
Ως υποθετική μονάδα μέτρησης της αγάπης σας για κάποιον, να ορίζετε την ένταση που νιώθετε στην ιδέα πως θα πεθάνει. Κανονικοί σφυγμοί σημαίνει ότι τον έχετε γραμμένο εκεί που δεν πιάνει megabyte, πανικός ότι είναι απ’ τους ελάχιστους που έχουν επάξια κερδίσει μία θέση στην καρδιά σας. Έτσι, αν τύχει ποτέ αυτή η υπόθεση να φλερτάρει εντόνως με τα όρια της πράξης, τις ώρες που θα μετράτε μαρτυρικά αντίστροφα ώσπου να περάσει ο εφιάλτης, δε θα καταλάβετε ούτε πόσο ισχυρός χαρακτήρας είστε, ούτε πόσο ακανόνιστη είναι η ζωή. Θα δείτε μόνο αν αγαπάτε κι αν αγαπιέστε αληθινά. Αν έχετε βρει τον άνθρωπό σας.
Ναι, φοβήθηκα. Μα δε με νοιάζει. Θα ήταν ο καλύτερος τρόπος για να πεθάνω. Θα πέθαινα μαζί σου.
Επιμέλεια Κειμένου Αγγελικής Κοντογιαννάτου: Σοφία Καλπαζίδου