Στις σχέσεις το τέλος δεν μπαίνει ποτέ όταν απλά ειπωθεί. Κι αυτό είναι ξεκάθαρο για εκείνον που το ορίζει. Για τον άλλον όμως, για εκείνον που το ακούει, είναι μία κεραμίδα στο κεφάλι. Η τέλεια σχέση τελειώνει, και κάποιος μένει να μετράει τα πού, τα πώς και τα γιατί.
Για μερικούς η συνειδητοποίηση έρχεται πιο εύκολα. Αρκετά μιλιγκράμ αλκοόλ στο αίμα, μερικοί μαραθώνιοι κλαψομουνιάσματος με κολλητούς, λίγο λιώσιμο στο γιουτιούμπ ακούγοντας Νέγκα και γεμίζοντας μυξομάντηλα στο «πώς γεννάει στο σκοτάδι, η λύπη χαρά» κι ένα πρωί ξυπνάνε καθαροί. Αποτοξινώθηκαν. 103 μέρες καθαρός απ’ την καριόλα ο ένας, 147 καθαρή απ’ τον μαλάκα η άλλη. Η πληγή επουλώθηκε, δεν τσούζει πια.
Και κάπως έτσι προχωράνε και οι μεν και οι δε, με την απόγνωση να τη διαδέχεται μία γλυκιά ανάμνηση αν όντως υπήρχε αγάπη ή ένα αιώνιο σιχτίρισμα εάν από κάπου έμπαζε το λαβ στόρι.
Λένε πως αξέχαστο μένει το άπιαστο, το αερικό. Οι αγάπες που ξέμειναν, που πάλεψαν ή και όχι, όμως εν τέλει έχασαν. Είναι αυτό αλήθεια;
Να είσαι αυτός που θα σημαδέψει τα ίσως μου; Αηδίες. Εγώ θέλω να σημαδεύεις τις μέρες και τις νύχτες μου. Να σηκώνω την κούπα μου κι από κάτω να βρίσκω τα κλειδιά σου, όχι να σε ψάχνω σε μισοειπωμένα σ’αγαπώ και να σε πολεμάω ξανά και ξανά και ξανά στα δάκρυα ενός μαξιλαριού.
Γι’ αυτό αδυνατώ να καταλάβω εκείνους τους περίεργους τύπους που τη βρίσκουν με τις απουσίες. Λες και μπορεί μία σχέση να ζήσει αν την αναπνέει μόνο ο ένας. Που επιμένουν να αρνούνται διαρκώς την αλήθεια. Οι δρόμοι πια χωρίσανε και το αντιλαμβάνονται. Είπαμε, δεν είναι ηλίθιοι. Απλώς εθελοτυφλούν. Βαυκαλίζονται με τη βεβαιότητα πως τίποτα δεν τέλειωσε και παπαριάζουν με αυτή τα αυτιά των φίλων τους. Περνάνε με αέρα νικήτη μπροστά απ’ τα στέκια τα παλιά. Φτάνουν να πληκτρολογούν το χάσταγκ #μαδεντελειώσαμε πιο συχνά κι απ’ ότι αποδέχονται τα cookies.
Το λυπηρό είναι ότι δεν έχουν καμία ελπίδα, καθώς ο άλλος διόλου δεν ασχολείται πια μαζί τους. Σε όσες σχέσεις ο χωρισμός είναι ένα μικρό pause, κάνει μπαμ από χιλιόμετρα, το ξέρουν όλοι, χωρίς να χρειάζονται εσένα για να τους το πεις. Στο λένε από μόνοι τους, για να σε βγάλουν από το μαύρο σου το χάλι.
Αν πάλι κανένας δε στο λέει, αν οι παρέες σου κουνάνε συγκαταβικά το κεφάλι στο άκουσμα του καταραμένου ονόματος, αν είσαι ο μόνος γύρω που επιμένεις σε μία επάνοδο δίχως κανένα σημάδι γυρισμού, αλλά κυρίως αν έχουν περάσει μήνες κατά τους οποίους συνεχίζεις επίμονα να πρωταγωνιστείς μονάχος σου στο φανταστικό εργάκι του μυαλού σου, επιμένοντας σ’ εκείνο το σενάριο που λέει ότι το ταίρι σου και θέλει και θα γυρίσει αλλά αργεί γιατί ντρέπεται, γιατί χρειάζεται χρόνο, γιατί τον απήγαγαν Αφροδιτιανοί, λυπάμαι, αλλά έχεις πρόβλημα.
Και μη μου αντιπαραβάλεις την παραφροσύνη σου με την αναισθησία. Δεν είναι το αντίθετο του Ξανθόπουλου ο Γκρέγκορι ο Χάουζ. Κανείς δεν ισχυρίζεται ότι δεν έχεις το δικαίωμα να πενθήσεις όπως και όσο γουστάρεις. Όμως όταν υφαίνεις σεξπιρικές ιστορίες δράματος ενώ τα γεγονότα αποδεικνύουν ότι επρόκειτο για μία ακόμα συνηθισμένη σχέση, όταν τριγυρνάς περιμένοντας από λεπτό σε λεπτό μία επανασύνδεση που απολύτως τίποτα δεν την προμηνύει, και όταν όλα αυτά είναι αποκλειστικά δικές σου μονόπλευρες κατασκευές, κανέναν έρωτα δε ζεις. Έχεις τρομερή ανάγκη από ένα απόλυτο το οποίο δυστυχώς δεν είχες την τύχη να συναντήσεις.
Γιατί όχι, όσο και να χτυπάς τον κώλο σου κάτω, δεν ήταν αυτό το απόλυτο. Δεν ήταν αυτό το άλλο σου μισό. Αν ήταν, δε θα σε άφηνε να ξεφτιλίζεσαι, να πονάς και να χάνεις τον εαυτό σου. Θα ερχόταν, θα σε άρπαζε και θα έκανε πράξη την οδηγία χρήσης του: Θα το ζούσατε κόντρα σε όλους και σε όλα. Κόντρα στα λάθη σας και κόντρα στους φόβους σας. Ο έρωτας σου, διάλεξε να φύγει. Για όποιον λόγο. Διάλεξε να νικηθεί, να λιγοψυχήσει, να εκπνεύσει χωρίς ούτε μία αληθινή μάχη. Βάλ’ το καλά στην κεφάλα σου και προχώρα.
Θα σου μιλούσα πιο σκληρά αλλά δε νομίζω πως το αντέχεις. Άλλωστε όσο και να παραμυθιάζεσαι με μία σχέση φάντασμα, αν κάνεις σε κάποιον κακό, αυτός τελικά είναι μόνο η αφεντιά σου. Κι ας μην φιλτράρεις τίποτα από το σουρωτήρι που έχουμε για μυαλό. Εσύ αποφασίζεις, εσύ μουδιάζεις απ’ τον πόνο. Γι’ αυτό και δεν ξέρω αν πρέπει να επέμβω όταν επιμένεις να σέρνεσαι πίσω από ανύπαρκτα σ’ αγαπώ κι αόρατες επιστροφές ή να καθίσω βουβά και να σε κοιτάζω να καταστρέφεσαι.
Σε σέβομαι αρκετά για να σου απαγορεύσω το οτιδήποτε. Μόνο ένα θα σου πω. Όσο εσύ κλαις γι’ αυτόν που έφυγε, όσο σχεδιάζεις τα μελλοντικά σας πρωινά και ερωτεύεσαι παραισθήσεις γυρισμών, εκείνος πιθανότατα χάνεται σε μισοφωτισμένα στενάκια αγκαλιά με τον καινούριο του έρωτα. Μην περιμένεις να πέσεις πάνω τους σε μια στροφή, για να συνέλθεις.
Θα είναι, μάλλον, αργά.
Επιμέλεια Κειμένου Αγγελικής Κοντογιαννάτου: Κατερίνα Κεχαγιά.