Ξεκινώντας από το πραγματικό γεγονός ότι οι άλλοι είναι οντότητες έξω από εμάς, είναι πρακτικά αδύνατο να γνωρίζουμε τις σκέψεις ή τα συναισθήματά τους. Αν δε μας μιλήσουν οι ίδιοι γι’ αυτά, δεν μπορούμε να έχουμε καμία απολύτως ιδέα για το τι συντελείται στις ψυχές και στο μυαλό τους.
Ακόμα δε, και τότε που μιλούν γι’ αυτά, και πάλι δεν μπορούμε να θεωρούμε πάντοτε αλήθεια αυτό που μας λέγεται. Γιατί είναι μακρά η διαδρομή ανάμεσα σε όσα βιώνει ο άλλος και σ’ αυτά, ή μάλλον στον τρόπο, με τον οποίο επιλέγει να τα καταστήσει κτήμα κοινό. Εμβόλιμα εισχωρούν στην σκέψη του εξωγενείς παράγοντες που αναπόφευκτα την αλλοιώνουν, μεγεθύνοντας ή και αποφορτίζοντας το μέγεθός της.
Άρα λοιπόν, ερχόμαστε αντιμέτωποι με δύο περιπτώσεις:
Στην πρώτη, ο άλλος δε μας λέει τίποτε και μέσα στη βαθιά άγνοιά μας είναι κάτι περισσότερο από φανερό πως δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τι του συμβαίνει και επομένως δε φέρουμε καμία ευθύνη για αυτό. Στη δεύτερη, γνωρίζουμε μόνον αυτά που ο ίδιος μας επιτρέπει κι έτσι είτε γινόμαστε υπεύθυνοι για όσα μάθαμε, είτε συνεχίζουμε να συντασσόμαστε με την άποψη πως ο άλλος είναι μία τρίτη οντότητα αποκομμένη από το πεδίο ευθυνών μας κι έτσι ό,τι κι αν του συμβαίνει είναι δικός του λογαριασμός.
Αν αυτή η παραδοχή είναι λογική θα πρέπει να ελεγχθεί και το κατά πόσο είναι αληθής. Πράγματι δεν ευθυνόμαστε για τις επιλογές των άλλων, πόσο μάλλον για τα συναισθήματα ή τις πράξεις τους. Υπάρχει όμως ένα σκοτεινό σημείο, που ενώνει τον καθένα από εμάς και τέμνει τις ζωές μας, αλληλοκαθορίζοντας τις ευθύνες μεταξύ μας. Είναι το σημείο κατά το οποίο η δική μας συμπεριφορά οφείλει να δικαιώσει το χαρακτηρισμό του Αριστοτέλη περί πολιτικής φύσης της αφεντιάς μας, δηλαδή την αναγκαιότητά μας να ζούμε σε οργανωμένες κοινωνίες. Οφείλουμε να αποβάλλουμε την εγωιστική όψη των αντιδράσεών μας και να τις διαμορφώσουμε με βάση την πραγματική ύπαρξη των άλλων δίπλα μας. Το σημείο αυτό, είναι τα όρια του άλλου.
Έχουμε άραγε την ευχέρεια, τα όρια αυτά να τα ξεπερνάμε, να τα τσαλακώνουμε και να εκμεταλλευόμαστε κάθε μικρή παραχώρηση που ο άλλος κάνει; Θεωρητικά ναι, την έχουμε. Αν όμως δε θέλουμε να γίνουμε ούτε θηρία, ούτε θεοί, θα πρέπει να φροντίζουμε να θέτουμε εμείς τα όρια του άλλου όταν ο ίδιος δεν τα θέτει, για όποιο λόγο κι αν απέχει απ’ τη διαδικασία αυτή.
Έχουμε την υποχρέωση να σώζουμε τον άλλον από περιττές υποχωρήσεις. Έχουμε την υποχρέωση να του παραθέσουμε με ειλικρίνεια όλες τις παραμέτρους πριν τον αφήσουμε να ολισθήσει σε αδιαχείριστες γι’ αυτόν περιοχές και σε άγνωστα μονοπάτια. Να του αριθμήσουμε τις συνέπειες, εφόσον τις γνωρίζουμε, κι όχι να γελάμε μετά χαιρέκακα με την όποια αποτυχία του. Έχουμε την υποχρέωση, να του δείξουμε τα όρια πέρα από τα οποία χάνει την αξιοπρέπειά του, ειδικά όταν δεν αξίζουμε να είμαστε εμείς αυτοί για τους οποίους θα το κάνει.
Κι όχι απλά να του τα δείξουμε. Να τα σεβόμαστε για λογαριασμό του.
Κι αν τώρα εσύ είσαι από αυτούς που καθόλου δε νοιάζονται για έννοιες όπως ο αλτρουισμός, η κοινωνική συνοχή κι άλλα τέτοια εξανθρωπισμένα νοήματα, σου κράτησα τον καλύτερο λόγο για το τέλος.
Είσαι υποχρεωμένος να σέβεσαι τα όρια του άλλου, του κάθε άλλου, όχι διότι τον αγαπάς, όχι γιατί τον σέβεσαι ή γιατί νιώθεις ενοχές. Είσαι πριν και πάνω απ’ όλα υπεύθυνος να το πράξεις, γιατί ανάμεσα στους ανθρώπους τα όρια δεν είναι μονομερή. Εκεί που τελειώνει ο ένας, αρχίζει ο άλλος. Εκεί που εξαντλείται η υπομονή του ενός, βρίσκεσαι εσύ που θα χάσεις στιγμές. Όσο εξομαλύνονται τα όρια τα δικά μου, θα αυξάνονται οι απαιτήσεις οι δικές σου.
Εάν λοιπόν, δε σε πείθει καμία ηθική σου προέκταση να σεβαστείς τα όρια του άλλου, θα πρέπει να το κάνεις γιατί πατώντας τα, κυρίως είσαι εσύ που ηττάσαι.
Εκείνος που δίνει άνευ ορίων, έχει το ψυχικό απόθεμα να το κάνει. Αυτός που παίρνει χωρίς καμία αναστολή, διαθέτει ένα ψυχικό κενό που ποτέ δε θα καλυφθεί.
Δύο άνθρωποι ξεχαρβαλωμένοι είστε, που καλούνται να σώσουν ο ένας τον άλλον. Μόνο που μόνο ο ένας μπορεί. Και παραδόξως δεν είναι ο άλλος που πάντα σε κάλυπτε αλλά εσύ που πρώτος τράβηξες τη θηλιά στο λαιμό εκείνου, που ακόμα και πνιγμένος κοιτούσε να σε σώσει.
Άλλωστε, του το χρωστάς.