Ποτέ μου δεν κατάλαβα αυτή την περίεργη πάστα ανθρώπων που λένε «ίσως» ενώ έχουν μέσα τους αποφασίσει να πουν το «όχι». Τους διακρίνεις εύκολα. Είναι αυτοί που τους ρωτάς αν θα ‘ρθουν για ποτό και λένε ίσως. Και ξέρεις ότι δεν πρόκειται να εμφανιστούν. Το ξέρεις εσύ, το ξέρει ο γείτονας, το ξέρει ο κόσμος όλος και μόνο αυτοί κάνουν πως το αγνοούν. Σίγουρα έχεις ένα τέτοιο παράδειγμα στη ζωή σου.
Αν βέβαια αυτή η ασυμφωνία αφορούσε μόνο στις βραδινές σας εξόδους, δε θα ήταν δα και κάτι τόσο τρομερό. Όμως οι άνθρωποι αυτοί συνηθίζουν να φτιάχνουν γύρω απ’ το φιάσκο του «άλλα θέλω κι άλλα κάνω, πώς να σου το πω» ολόκληρη τη ζωή τους.
Δεν μπορείς να τους αποκαλέσεις αναποφάσιστους. Όλο τους το είναι γέρνει υπέρ της αρνήσεως. Το ‘χουν ξεκάθαρο, απλώς δεν μπορούν να το εκφέρουν. Ιδρώνουν, τρίβουν παλάμες και ψελλίζουν ένα μασημένο «θα δούμε».
Ίσως να μη θέλουν να στενοχωρήσουν, να προκαταβάλουν. Ίσως ακόμα και να πιστεύουν πως με τον τρόπο αυτό προσφέρουν όλες τις πιθανότητες στο πολυπόθητο «ναι» ώστε να επικρατήσει, εξαντλώντας κάθε δευτερόλεπτο μέχρι την, επί του πρακτέου αποδεικνυόμενης, απόρριψής του.
Εγώ θα ποντάρω στο ότι είναι απλώς εγκλωβισμένοι. Ανάμεσα σε αυτό που θέλουν και δεν τολμούν να πουν. Σκοπό έχουν να ζήσουν στις ζώνες του ουδέτερου, εκεί που δεν εξηγείς και δε λογοδοτείς σε κανέναν, ούτε καν στον ίδιο σου τον εαυτό. Κι έτσι παίρνουν ένα τσεκούρι και πετσοκόβουν τα ρήματα τους για να τα χωρέσουν στις ορέξεις των άλλων. Μα κυρίως για να χαϊδέψουν τους φόβους τους δικούς τους. Τους φόβους που γεννά η αμεσότητα μίας ξεκάθαρης απάντησης.
Με τα «ίσως» μπορεί να κερδίζεις προσωρινά λίγο χρόνο, μόνο που τελικά τον χάνεις υπερδεκαπλάσιο στην τελική σου σούμα, λίγο πριν κλείσεις τα μάτια σου για πάντα. Το ερώτημα είναι ένα: Θες επιτέλους να χτίσεις ανόθευτες στιγμές που θα ανταποκρίνονται μία προς μία προς τις επιθυμίες σου; Αυτό, μάτια μου, δε θα μπορέσεις ποτέ να το κάνεις με τσεκούρια.
Και χέστηκες αν έτσι χάσεις πέντε φιέστες. Αυτές είναι οι αναίμακτες συνέπειες της αδυναμίας σου να ορθώσεις το ανάστημά σου. Πρόσεχε όμως. Γιατί δε θέλει και πολύ. Σύντομα η αδυναμία σου αυτή θα γίνει τέρας που θα κατατρώει κάθε σπουδαία απόφασή σου. Πρόσεχε, γιατί έτσι όπως το πας εσύ, σε λίγο θα χάσεις και τη ζωή σου.
Εξάλλου, η ζωή επιστρέφει συμπεριφορές. Ρόδα είναι και γυρίζει και κάποια στιγμή, δεν μπορεί, θα σε πλακώσει. Άλλους πολύ, άλλους λιγότερο, κάποιους πιο τυχερούς ξυστά. Επιλογές που έκανες από φόβο, δουλειές που δε θέλησες μα είπες ίσως. Άνθρωποι που αναβόσβηνε πως θα σε γαζώσουν κι είπες πάλι ίσως. Όλα τα μήπως, όλα εκείνα τα «μωρέ λες;». Όλα εκείνα που μέσα σου ούρλιαζαν όχι, και ποτέ δε βρήκες τα κότσια να τα κάνεις κραυγή, κάποια στιγμή θα σε πνίξουν. Ναι. Το ίσως είναι η μεγαλύτερη αποφυγή της πραγματικότητας. Αλλά το όχι είναι η ηχηρότερη αποφυγή της μιζέριας.
Και τελικά τι φοβάσαι; Ότι θα πικράνεις; Όσοι ενδιαφέρονται πραγματικά για σένα θα νιώσουν περήφανοι για την τόλμη σου να ταιριάζεις νου και γλώσσα. Ότι θα αλλάξεις γνώμη; Αφού το ξέρουμε κι οι δυο πως αυτό δεν πρόκειται να συμβεί. Ότι θα είσαι ο μουντρούχος, ο περίεργος; Μάθε πως το να είσαι συνεπής στα θέλω σου είναι πιο σπουδαίο απ’ το να είσαι το μπαλαντέρ του κόσμου γύρω.
Αυτό που στ’ αλήθεια τρέμεις, είναι οι συνέπειες. Η συνείδησή σου ότι πλέον κάθε απόφαση συνοδεύεται και από τα αντίστοιχα επακόλουθα. Δε χωράνε πια υπεκφυγές. Ξέρεις, αποφασίζεις, διαλέγεις. Και διαλέγω -στη γλώσσα των μεγάλων- σημαίνει, ταυτόχρονα, κοιτάω κατάματα τις συνέπειες. Αυτό είναι το τίμημα της ελευθερίας, αυτό είναι και το πρόβλημα που προσπαθείς να αποφύγεις. Όπου μπορείς, όπως μπορείς.
Πάρ’ το χαμπάρι. Το θέμα δεν είναι να πνίγεις τα ενδεχόμενα στις λέξεις. Αλλά να αρνείσαι με παρρησία όσα δε σε εκφράζουν.
Σταμάτα διάολε, να λες ίσως. Αν θέλεις να πεις όχι, πες το. Ούρλιαξ’ το, με τη πιο δυνατή φωνή που κρύβεις στα σωθικά σου.
Να λες όχι. Γιατί τα χρόνια θα περάσουν, το σώμα σου θα γεράσει και το μυαλό θα κουραστεί. Όσα δεν αρνήθηκες, αυτά θα σε σημαδέψουν. Η ζωή δεν είναι παράσταση. Παίζεται μόνο μια φορά. Μην πεις τα όχι σου όταν θα’ ναι πια πολύ αργά. Δεν υπάρχει τίποτε χειρότερο απ’ το πολύ αργά.