Ξυπνάς. Με μία κούπα παρατημένη στην κουζίνα από προχτές. Με μήνυμα στο κινητό να γράφει «μου λείπεις» και να μένει αδιάβαστο. Με φακέλους στο γραφείο στοίβες, που μετά την απόλυση, δεν έχεις ανοίξει καν. Και μ’ ένα «γαμώτο» στο στόμα, που προσπαθεί ξέπνοο να τιθασεύσει την αδάμαστη ασχήμια αυτής της πόλης.
Ξαφνικά βρέθηκες εγκλωβισμένος σ’ ένα κλουβί που δεν επέλεξες. Κλουβιά που δεν τολμάς να ανοίξεις κι ας κρατάς το κλειδί. Κοιτάς τον εαυτό σου στον καθρέφτη και με δυσκολία πια τον αναγνωρίζεις. Η γλώσσα προσπαθεί να αρθρώσει αυτό που ήδη ξέρει, αλλά το στόμα κολλάει. Δειλά-δειλά, οι λέξεις σχηματίζονται. Ήρθε η ώρα ν’ αλλάξεις. Να κερδίσεις την ελευθερία σου, με κάθε κόστος.
Τα βήματα είναι απλά. Χώρισε τώρα την σχέση που δε σε καλύπτει, σταμάτα να ψάχνεις για δουλειές που δε σε εμπνέουν και φύγε από τη πόλη που σε πνίγει. Πέτα δύο ρούχα στη βαλίτσα σου, βάλε μπρος και πάρε τη πρώτη πτήση που αναβοσβήνει στον πίνακα αναχωρήσεων. Μην κοιτάξεις το πού, αρκεί μόνο το γιατί. Aποφάσισε επιτέλους τη μεγάλη φυγή σου και επίλεξε την ελευθερία σου.
Οι άνθρωποι συνηθίζουν να αναρωτιούνται εάν υπάρχει κάτι για το οποίο αξίζει να πεθάνουν. Φίλοι, έρωτες, δουλειά, καθημερινότητα. Έτσι αποτιμούν όσα έχουν. Ψάχνουν αρρωστημένα τον εν δυνάμει φονιά που θα δικαιώσει την ύπαρξη τους. Και καταλήγουν να χάνουν τη ζωή από μπροστά τους. Μοιραία, μένουν με κάτι για το οποίο πράγματι πεθαίνουν, χωρίς όμως αυτό να αξίζει καθόλου το θάνατο τους. Το σημαντικό δεν είναι να βρεις κάτι για το οποίο αξίζει να πεθαίνεις. Το σημαντικό είναι να βρεις κάτι για το οποίο αξίζει να ζεις.
Καινούρια πόλη. Καινούριοι άνθρωποι. Καινούριες παραστάσεις. Καινούριες ευκαιρίες. Για το καινούριο, λοιπόν, αξίζει να ζεις. Στο άγνωστο μέρος στο οποίο έτρεξες για να διαφύγεις απ’ το βάλτο, τα πάντα ξετυλίγονται μπροστά σου, έτοιμα να τα εξερευνήσεις. Μόνος σε μία ξένη πόλη δεν έχεις πολύ χρόνο για κλάψες, πρέπει να επιβιώσεις. Κι η ανάγκη αυτή, σου δημιουργεί μία εγρήγορση που λύνει πολλά απ’ τα προβλήματα που γεννούσε η απάθεια της προηγούμενης ζωής σου. Απ’ την άλλη, είσαι ενθουσιασμένος. Βλέπεις δρόμους που δεν έχεις ξαναδιασχίσει, φιγούρες ξένες και κουβέντες που σε περιμένουν για να τις ξεκινήσεις. Όπως ακριβώς νιώθεις τη πρώτη μέρα των διακοπών σου.
Σαν παιδί θες να τρέξεις, να μυρίσεις, να εξερευνήσεις. Θες να δεις όσο πιο πολλά, γιατί ο άνθρωπος έτσι μόνο μπορεί να ζει. Αλλάζοντας. Όμως, το σημαντικότερο προσόν του νέου τόπου, είναι η καινούρια ψυχολογία που έχεις, και μάλιστα χωρίς να το επιδιώκεις ιδιαίτερα. Η αυθυποβολή, η πιο πανούργα ιδιότητα του ανθρώπινου εγκεφάλου, δρα πλέον προς όφελος σου. Το σκηνικό έχει αλλάξει. Καμία μιζέρια δεν υπάρχει γύρω σου. Τίποτα γνώριμο και απεχθές απ’ το οποίο να μπορεί να πιαστεί το μυαλό σου και να σε βουτήξει ξανά στη δίνη της αυτοδιάλυσης. Αυτή τη φορά την ιστορία τη γράφεις εσύ.
Είναι πολύ λεπτή η γραμμή που διαχωρίζει την αποσύνθεση από την αναγέννηση. Θα ‘χεις ακούσει για το χιλιοειπωμένο παράδειγμα της κάμπιας και της πεταλούδας. Αυτό που η πρώτη ονομάζει θάνατο, η δεύτερη το λέει ζωή. Είναι το ίδιο ον, σε δύο διαφορετικές φάσεις. Το θέμα είναι να μη φοβόμαστε τις αλλαγές που δε μπορούμε να αποφύγουμε. Και όχι, δε δικαιούσαι να δέχεσαι αμίλητος μία ζωή που δε σε καλύπτει και που σε τρέπει αργά μα σταθερά σε κούφια σάρκα. Είσαι άνθρωπος, πανάθεμά σε, μπορείς να μεγαλουργήσεις, γι’ αυτό γεννήθηκες, κι εσύ τρέμεις σαν το ψάρι.
Κανείς δε μπορεί να μας εγγυηθεί τι θα βρούμε μπροστά μας. Αν το μετά, θα δικαιώσει την επιλογή μας ή θα μας κάνει να τη μετανιώσουμε χίλιες φορές. Αυτό που είναι όμως αναντίρρητο, είναι πως αποκλείεται να έχουμε έρθει σε αυτήν εδώ τη Γη για να συμβιβαστούμε. Δουλειές μισές, πόλεις που σε καταπίνουν, φίλοι που σε πουλάνε, σχέσεις που δε σε εξελίσσουν. Τίποτε απ’ αυτά δεν έχουμε το δικαίωμα να τα υπομένουμε. Να αγκιστρωνόμαστε παρασιτικά σε ρουτίνες νεκρές με αντάλλαγμα ακριβώς τόσες αναπνοές όσες χρειαζόμαστε για να επιβεβαιώσουμε ότι απλώς υπάρχουμε. Χρειάζεσαι πολύ περισσότερες ανάσες και ήρθε η ώρα να τις πάρεις.
Και να σου πω και κάτι; Είσαι στο μηδέν, κι απ’ το μηδέν δεν έχασε ποτέ κανείς. Χανόμαστε στ’ αλήθεια μόνο όταν δεν κάνουμε τίποτα για να σωθούμε. Αν εκεί που βρίσκεσαι, έχεις έστω και ένα πράγμα για το οποίο να λαχταράς, μείνε. Αν όχι, έχεις ήδη πολύ αργήσει το φευγιό σου.