– Εσύ, μικρέ, γιατί κάθεσαι εκεί και δε μιλάς;
– Γιατί έτσι μου είπανε να κάνω. Κάποτε όλο μιλούσα κι όλο κατέληγα ο χαμένος. Κι έτσι, μου είπαν να σιωπώ. Κι έτσι δεν έχω πια μπελάδες.
– Σωστά στα είπανε, μικρέ. Κράτα το στόμα σου κλειστό.
Βρε δεν πας στο διάολο για παραμύθι; Ποια ζωή χτίζεται με σιωπές; Κι αν τελικά μου δείξεις μία που τα κατάφερε, πόση αλήθεια νομίζεις πως υπάρχει μέσα της; Να μη μιλάω, να μην ψάχνω το δίκιο μου, να φερθώ ευγενικά σε ανθρώπους που με πατάνε και να μην πληγώσω τους άλλους που μ’ αγαπούν. Και ποιο το νόημα; Η σιωπή είναι καλή, μόνο αν έχει μπροστά της ένα λευκό πανί, δύο ασπρόμαυρες φιγούρες κι ένα εισιτήριο. Αλλά μη γελιέσαι. Και στη ζωή σου πάνω-κάτω το ίδιο θα σε κάνει η σιωπή. Θεατή σε μία παράσταση, που τη δόξα τελικά θα την κλέψουν όσοι φωτίζει ο προβολέας.
Ε λοιπόν όχι. Να βρίσεις. Σπάσε και δέκα ποτήρια, εάν αυτό θα σε λυτρώσει. Πες και μία φορά «μαλάκα» την αγάπη σου, γιατί δεν μπορεί, όλο και κάποια στιγμή θ’ αγανακτήσεις κι εσύ. Φύγε από τα μέρη που δε γουστάρεις και μην ανακατεύεις άλλο το ποτό σου λες και θα βγάλεις λάδι με τη φυγόκεντρο. Το μυστικό είναι να μη φοβάσαι να αντιμετωπίσεις το μέσα σου. Ακόμα κι αν ώρες-ώρες αυτό το μέσα είναι για μπουνιές. Μην ανησυχείς. Αυτοί που σ’ αγαπούν πραγματικά, θα στα συγχωρήσουν τα λάθος λόγια. Θα κατανοήσουν το θυμό, τη ζήλια, την αγανάκτηση ή την κούραση, που σ’ έκαναν να πεις μία κουβέντα παραπάνω.
Αυτό ακριβώς είναι το πλεονέκτημα που ποτέ δε θα σου δώσει η σιωπή. Αν πράγματι τις μετάνιωσες τις κουβέντες σου, θα τις χιλιοεξηγήσεις με όσο σάλιο σου ‘χει απομείνει, θα τους τρίψεις εκατό συγγνώμες στα μούτρα, θα φτύσεις την ψυχούλα σου μπροστά τους και θα γλιτώσεις. Θα πάρεις την άφεση που αναζητάς.
Και ναι, μπορεί σ’ αυτήν τη διαδρομή να στενοχωρήσεις και να στενοχωρηθείς. Να κόντεψες ακόμα και να μείνεις μόνος. Να νόμισες πως νικήθηκες από την κακιά σου αυτή συνήθεια να αφήνεις τα λόγια σου να ορμάνε απ’ το στόμα σου, πριν τα φιλτράρεις υποκριτικά.
Όμως ένα είναι το σίγουρο. Από τα λάθος λόγια μπορείς πάντα να γλιτώσεις. Να τα εξηγήσεις, να στα συγχωρήσουν, να τα αντικαταστήσεις με τα σωστά. Απ’ τη σιωπή ποτέ.
Στη σιωπή δεν υπάρχει κανένα κοινό σημείο από το οποίο να μπορείς να αρχίσεις την εξομολόγησή σου. Δεν είπες τίποτα. Κι αυτό το τίποτα, ο άλλος μπορεί να το εκλάβει όπως τον βολεύει, χωρίς να μπορείς να το αντικρούσεις. Την λάθος κουβέντα όμως τη ξεστόμισες κι ο άλλος την άκουσε. Και όσο και να μην αντικατόπτριζε πλήρως αυτό που είχες μέσα στο κεφάλι σου, σου δίνει το μέγα πλεονέκτημα ότι μπορείς να την αμφισβητήσεις. Να την αιτιολογήσεις κι ίσως ακόμα και να την αρνηθείς λέγοντας ότι απλώς ειρωνευόσουν.
Αν δεν παρεκτραπείς για όσα αγαπάς, αν δε διεκδικήσεις αυτόν που σου φεύγει, αν δεν αντιδράσεις, έστω και παράλογα για εκείνα που σε πνίγουν, αν δε φταίξεις ρε και λίγο, τι θα γίνεις τελικά; Ένας αλάνθαστος που συμπεριφέρεται το ίδιο, είτε σπαράζει είτε ευτυχεί. Έτσι θες να καταλήξεις; Κι αν όντως έτσι καταλήξεις, τότε ποιος θα σε εμπιστευθεί;
Αρνήσου κάθε περιττή σιωπή.
Μην είσαι αυτός που καταπίνει τη γλώσσα του. Και όχι γιατί θα μαζευτούν κάποτε όλα μέσα σου και θα κάνεις μπαμ, αλλά γιατί πρέπει επιτέλους να καταλάβεις πως ο κατά συνείδηση μουγκός δε ζει τη ζωή που του δόθηκε. Ζει τη ζωή που οι άλλοι του καθόρισαν με τις δικές τους τις φωνές. Και είναι πολύ μικρή η ριμάδα, για να μην μπερδέψεις μες στις οχλαγωγίες και τη δική σου την κραυγή.
Επιμέλεια Κειμένου Αγγελικής Κοντογιαννάτου: Κατερίνα Κεχαγιά.