Οι φίλοι έγραψαν συγκινητικές αφιερώσεις για χάρη μας στα λευκώματα του δημοτικού. Κράτησαν τσίλιες στο τσιγάρο της εφηβείας ή –ακόμα καλύτερα– μας έπεισαν πως δεν το πολυχρειαζόμαστε ως δεκανίκι ανεξαρτησίας.
Κι ύστερα ήρθε η ενήλικη ζωή. Εκείνη που ονειρευτήκαμε κι η άλλη που μας έκοψε την ανάσα. Ευθύνες κι ελευθερία. Η δυνατότητα να οδηγούμε το όχημά μας. Οι στραβοτιμονιές μας ανήκαν πλέον ολοκληρωτικά. Δικές μας οι λακκούβες, όπως και τα παράσημα των απότομων πτώσεων.
Στις στροφές αλλάξαμε. Γίναμε εκείνοι που επιθυμούσαμε ή οι τύποι που απευχόμασταν. Ή λίγο κι απ’ τα δύο. Πάντοτε καταλήγουμε να είμαστε λίγο κι απ’ τα δυο τελικά. Ενδεχομένως σαν έναν ελάχιστο φόρο τιμής στο σύμπαν, που ουδέποτε βάφτηκε άσπρο ή μαύρο.
Μεγαλώσαμε όμως. Κάπως. Τόσο ώστε να μην μπορούμε να φορτώνουμε στα αδέλφια μας το σπάσιμο του βάζου. Τώρα πια φταίει εξολοκλήρου ο σκύλος μας για τις ζημιές. Ωριμάσαμε, λοιπόν. Επιτέλους.
Όσο κι αν ψηλώσαμε, οι φίλοι παρέμειναν εκεί -ακόμη κι αν το «εκεί» τους ισοδυναμεί πια με την άλλη άκρη του πλανήτη. Έγιναν η σταθερή μας πυξίδα, που μας επαναφέρει με ασφάλεια στο δρόμο μας τις ομιχλώδεις μέρες και στήνει χορό πλάι μας τις ηλιόλουστες.
Κι η επιτυχία της παρέας στην καριέρα μεταφράζεται για εμάς σε κάτι πολύ σπουδαιότερο απ’ τη φράση «καλά νέα». Φουσκώνουμε από υπερηφάνεια όχι γιατί δυνάμεθα να καυχηθούμε για πάρτη τους στις σχολικές αλάνες (η φράση «ξέρεις ποιον έχω εγώ φίλο μου;» αποδεικνύεται, βέβαια, εξαιρετικά διαχρονική), μα κυρίως διότι οι μικρές και μεγάλες θυσίες τους αποτέλεσαν κομμάτι της κοινής μας πορείας.
Τους προσφέραμε, άλλωστε, διπλό φρέντο κι ολόπαχο γιαούρτι στην εξεταστική Σεπτεμβρίου. Φρέντο για το ξενύχτι του διαβάσματος και γιαούρτι για το έγκαυμα απ’ τον ήλιο των πρόσφατων διακοπών. Στην παρθενική τους δουλειά καμαρώσαμε τις ρηξικέλευθες ιδέες, την ανεξάντλητη ενέργεια και το διαβολεμένο πείσμα τους. Δώδεκα ώρες εργασίας κι ελάχιστες οικονομικές απολαβές. Δώδεκα ώρες για ένα τσουβάλι από εφηβικά απωθημένα που έπρεπε οπωσδήποτε να πραγματοποιηθούν. Υπήρξαμε ο ώμος τους στις απογοητεύσεις. Τους απαλύναμε την αίσθηση της ματαιότητας σε μια χώρα που επιμένει να τιμωρεί παραδειγματικά τους ιδεαλιστές, μπας και τους κόψει τόσο τα φτερά ώστε να μην αποπειραθούν ξανά να τη σώσουν.
Εκείνοι όφειλαν να πετάξουν. Το κατέστησαν σαφές. Για τον εαυτό που έπλαθαν κάποτε και για τον κόσμο που ορκίστηκαν να μεταμορφώσουν σ’ έργο τέχνης. Κάθε αλυσίδα που ξεφορτώνονταν στη διαδρομή χτυπούσε καμπανάκι και στα προσωπικά μας βαρίδια. Κάθε θαρραλέα τους απόφαση υπογράμμισε με φωσφοριζέ μαρκαδόρο τα κακώς κείμενα του βολικού μας συστήματος.
Και δε θαυμάζουμε τόσο όσους βρήκαν την άκρη τους, εξασφάλισαν τη θεσούλα και το γερό τους κομπόδεμα. Με γεια τους και χαρά τους ασφαλώς αφού απαλλάχτηκαν απ’ τη θεμελιώδη αγωνία της επιβίωσης. Ωστόσο, εμείς τοποθετούμε σε υψηλό βάθρο τους τολμηρούς ήρωες, αυτούς που πάλεψαν με μάγισσες κι άγρια θηρία προκειμένου να υπερασπιστούν σθεναρά το βασίλειό τους. Και το βασίλειο τους δε γύρεψε παρηγοριά στις καινές ματαιοδοξίες, στα επιπλέον μηδενικά του λογαριασμού και στη μόστρα που ο κοινωνικός περίγυρος απαιτεί. Θησαυρός τους ήταν κυρίως η καψούρα να χαράξουν το μονοπάτι τους, να βαφτίσουν το κέφι τους εργασία σε μια εποχή που επιμένει να δοξάζει εκτελεστές και να εκτελεί εμπνευστές.
Οι φίλοι μας μάζεψαν μπόλικο κουράγιο, χλεύασαν τις εύπεπτες λύσεις και φυγάδευσαν τον έφηβο που δεν άντεχαν να προδώσουν. Γι’ αυτόν έγιναν όλα στο τέλος της ημέρας. Για το αγόρι με τα μακριά μαλλιά που κλειδωνόταν στο δωμάτιό του μπας και ξεφύγει απ’ τη μικροαστική προοπτική ευτυχίας. Για το κορίτσι που έστησε ομηρικό καβγά με τους γονείς προκειμένου να δηλώσει τη σχολή της αρεσκείας της στο μηχανογραφικό. Για το παιδί που ζωγράφιζε συνθήματα στους τοίχους, μήπως και περάσει κάποιος υπνωτισμένος ενήλικας απ’ το στενό κι επιτέλους ξυπνήσει.
Και δε σεβόμαστε όσες καριέρες δηλώνονται σε χαρτιά, εφορίες και κοσμικά δείπνα. Θαυμάζουμε τους οραματιστές, τους αντισυμβατικούς, τους αυτοδημιούργητους και τους λίγο σουρεαλιστές. Εκτιμούμε τους ωραίους αυθάδεις, καθώς ο κόσμος μας γέμισε από υπάκουα γρανάζια κι άλλα δε χρειαζόμαστε πια.
Και κάθε φορά που ένας ξεχωριστός φίλος τα καταφέρνει, ενθαρρύνουμε την αφεντιά μας πως είναι νωρίς ακόμη να τα παρατήσουμε, πως κανένας ήλιος δε δύει δίχως τη συγκατάθεσή μας.
Μια σχετικά γνωστή ιστορία: Κάποτε ο Τζον Λένον κλήθηκε να γράψει έκθεση με θέμα «τι θέλω να γίνω όταν μεγαλώσω». Απάντησε: «Ευτυχισμένος». Ασφαλώς και βγήκε εκτός θέματος και προσδοκιών της δασκάλας. Μα άγγιξε τη μεγάλη εικόνα. Καμιά καριέρα δεν αποδεικνύεται αρκετά σοβαρή για να της θυσιάσουμε χαμόγελα και κανένα χαμόγελο δεν παραμένει στη θέση του χωρίς επιλογές καρδιάς.
Οι τρανότεροι καριερίστες θα είναι αιωνίως οι όμορφοι τρελοί που αρνήθηκαν να ενσωματωθούν, οι αδιανόητα εκκεντρικοί που περιφρόνησαν τη νόρμα, οι ουτοπιστές που αγωνίστηκαν να μετατρέψουν την ουτοπία τους σε κατοικήσιμη γη. Για χάρη τους θα γράφονται τραγούδια, ποιήματα και βιβλία. Για χάρη τους θα προχωράει ο κόσμος μας.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη