Θα μπορούσαν να βγαίνουν σε αγχολυτικό χάπι. Αλλά ακίνδυνο. Από αυτά που κατεβάζεις με το τσουβάλι κι έπειτα ξεκαρδίζεσαι για ώρες. Πλασίμπο; Πολύ αμφιβάλλω. Η δράση τους κρίνεται ασφαλής και άκρως τεκμηριωμένη. Οι ενδορφίνες στήνουν τρελό χορό στο σώμα μα γενναιόδωρα μοιράζουν κάτι απ’ το αστείρευτο κέφι τους και σε πλησιέστερους ανθρώπινους οργανισμούς.

Κυρίες και κύριοι, στο σημείο αυτό θα ήθελα να σας παρουσίασω μια εκλεκτή κάστα ατόμων: Υποδεχτείτε τους αισιόδοξους και χαλαρούς, τους κομματάκι ρέμπελους, τους ανέμελους, τους αμετανόητους έφηβους.

Κάποτε έδωσαν το πιο βαρύ όρκο στον Πίτερ Παν, πως δε θα μεγαλώσουν. Και τον κράτησαν. Για την μπέσα τους φημίζονται εξάλλου. Ύστερα, περιπλανήθηκαν με την κολλητή τoυς, την Αλίκη, στη χώρα των θαυμάτων και αποφάσισαν πως κάθε χώρα αποτελεί ένα θαύμα γιατί η ζωή η ίδια είναι μαγική για τύπους της αφεντιάς τους.

Αν ήταν εποχή, θα αντιστοιχούσαν στο πιο λαμπερό μας καλοκαίρι. Θ’ ανοίγαμε διστακτικά το παράθυρο και το φως τους θα έλουζε το δωμάτιο. Θα αναγκαζόμασταν τότε ν’ αποχωριστούμε το οικείο μας σκοτάδι καθώς οι χαρούμενες νότες των αθώων σειρήνων ευθύς αμέσως θα μας ξεσήκωναν και η ψυχή μας θα μεθούσε από ευτυχία

Οι χαλαροί φίλοι μας δε βαφτίζονται χαλαροί λόγω αβάσταχτης ελαφρότητας. Ίσα-ίσα. Πιο σπουδαίους φιλοσόφους από εκείνους, δύσκολα θα συναντήσεις. Ωστόσο, δεν επιδεικνύουν τις γνώσεις τους. Βαριούνται φριχτά τους κομπασμούς. Δεν ποζάρουν με στιλ. Έχουν αλλεργία στην επιτήδευση. Δε χωρίζουν τη γη σε ανθρώπους κατώτερης και υψηλότερης ποιότητας. Απεχθάνονται τους σοβαροφανείς παρόλο που αρνούνται να χαλάσουν τη ζαχαρένια τους για δαύτους.

Και περπατούν σ’ ετούτη τη γη φορώντας το καπελάκι τους στραβά κι αγνοώντας επικριτικά βλέμματα. Τους αποκάλεσαν τρελούς, όσοι ποτέ δεν ξέφυγαν απ’ τις φυλακές της λογικής. Τους κατηγόρησαν για επιπολαιότητα εκείνοι που δε βίωσαν την έκσταση του χορού στην ανατολή του ηλίου. Προσπάθησαν να τους συνετίσουν αυτοί που στοιβάζουν έγγραφα και υπακούουν τυφλά σε κανόνες.

Μα οι ανέμελοι φίλοι λάμπουν σαν φωτεινοί ήλιοι. Ξορκίζουν επίμονους δαίμονες με τη μουσική τους, βάζουν τα πόδια στο γραφείο και πλάθουν τον πλανήτη μας απ’ την αρχή. Τις στενάχωρες μέρες σου, δε σιγοντάρουν τη μιζέρια. Ακούν προσεκτικά μα δεν ενθαρρύνουν την γκρίνια. Σε σκουντούν πειραχτικά και σου ανακοινώνουν ορθά κοφτά:

«Η ζωή είναι γιορτή. Στις γιορτές σκάνε μπαλόνια. Πού και πού τα πλέον αγαπημένα σου. Και λοιπόν; Στέγνωσε τα δάκρυα και φτιάξε νέα. Χρειάζεται μπόλικος αέρας για να πετάξουν. Το νου σου όμως! Σωστός αέρας. Ελεύθερος και ουσιαστικός. Και τώρα τράβα να φουσκώσεις μπαλόνια. Βάψ’ τα πολύχρωμα. Κοίτα! Ανεβαίνουν ψηλά. Είναι οι ελπίδες σου που ανεβαίνουν μαζί τους. Τα άπιαστα τα όνειρα που εσύ μονάχα θα πιάσεις.».

Και τελικά σε πείθουν. Γιατί στο βάθος τους μένουν παιδιά κι εσύ διακρίνεις στο βλέμμα τους, πίσω απ’ τους τόνους χιούμορ, αυτοσαρκασμού και χαριτωμένης παραφροσύνης, μια σπάνια τρυφερότητα.

Σου μιλούν, βλέπεις, για εναλλακτικές στα πιο φριχτά σου αδιέξοδα. Σε διαβεβαιώνουν πως οι παλιοί κόσμοι γκρεμίζονται για να χτιστούν νέοι. Σε ωθούν να εμπιστεύεσαι τη ροή, να ρέεις σε βαθείς ωκεανούς μα και σε ρηχά νερά. Δε θα πνιγείς στα κύματα, δε θα παγιδευτείς στην άμμο. Θα ξαναγεννηθείς!

Πλάι τους είσαι εσύ. Εσύ που θριαμβεύεις, αλλά κι εσύ μ’ όλα τα στραβά και ανάποδά σου. Εσύ που σκουντουφλάς στις γωνίες του σπιτιού λόγω αδεξιότητας, εσύ που έχασες πέντε κλειδιά τον τελευταίο μήνα, εσύ που τρέμεις τη μοναξιά ή ασφυκτιάς στη συντροφικότητα. Και τελικά είναι εντάξει να είσαι απλώς εσύ. Στο επιτρέπουν. Σε αποδέχονται.

Κι έπειτα σου υπενθυμίζουν πως δε χρειάζεται να βαραίνεις την πλάτη σου με περιττές αποσκευές, πως δε θα σε προφυλάξουν περισσότερο απ’ το κρύο τα είκοσι παλτό, πως δεν πειράζει να κρυώσεις και λίγο. Το κρύο τονώνει την επιδερμίδα. Θα το έχεις ακουστά.

Μην παίρνεις τον εαυτό σου στα σοβαρά. Ένας χορός η καθημερινότητα. Δεν ξέρεις να χορεύεις; Αφουγκράσου το ρυθμό και κουνήσου. Σου αρέσει το παγωτό φράουλα. Σύκο δοκίμασες; Δε γνώριζες πως βγαίνει και σε παγωτό; Ρίσκαρε λοιπόν! Γίνε απρόβλεπτος και συναρπαστικός, εξερεύνησε το διαφορετικό και σφράγισε το οικείο με την αύρα σου.

Οι ξέγνοιαστοι φίλοι εμφανίστηκαν κάποτε στο δρόμο σου. Σου είπαν ένα αστείο και σε αφόπλισαν με την ειλικρίνειά τους. Σ’ έπεισαν να ξεφορτωθείς την περιττή χαρτούρα, ν’ απολαύσεις για πρώτη φορά το ζεστό σου μπάνιο, ν’ αφεθείς επιτέλους στη στιγμή. Και σε άλλαξαν. Μα καρφάκι δεν τους καίγεται να καρπωθούν την επιτυχία. Δε δηλώνουν φιλόδοξοι και στερούνται ναρκισσισμό.

Τους αρκεί που βάδισες δίπλα τους ένα απόγευμα του Ιούλη, που παρήγγειλες παγωτό σύκο, που πέταξες το καλαμάκι και ήπιες μπίρα απ’ το μπουκάλι, που τους συνόδεψες στο επίσημο γεύμα με ασιδέρωτα ρούχα και ανακατεμένα μαλλιά, που ξεκλείδωσες πανοπλίες, που γέλασες δυνατά κι αγάπησες αληθινά.

Και πια γράφεις γι’ αυτούς, για τους αυθεντικούς και ελεύθερους, τους μποέμ και παλαβούς. Επιθυμείς να τους αιχμαλωτίσεις στην αιωνιότητα, να τους προσφέρεις ως μυστικό δείπνο σ’ όσες ψυχές λαχταρούν να ζήσουν προτού πεθάνουν.

Αφιερωμένο στους ωραιους τρελούς που αντάμωσαμε κάποτε, στα φωτεινά καλοκαίρια που ξόρκισαν τους χειμώνες, στις απέραντες θάλασσες που μας δίδαξαν το κολύμπι της ευτυχίας.

 

Συντάκτης: Κατερίνα Τσιτούρα
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου