Προφανώς ο θεός Διόνυσος κάτι γνώριζε όταν άφηνε τον Δία να βγάζει τα κάστανα απ’ τη φωτιά και τον ημίθεο γιο του απ’ τα σατανικά πλάνα της Ήρας. Γνώριζε αυτό που ξέρεις κι εσύ, που –τέλος πάντων– αποτελεί κοινό μυστικό στους κύκλους νικητών και χαμένων, απογοητευμένων και συνεπαρμένων, χωρισμένων και φρεσκοερωτευμένων.
Μ’ ένα ποτήρι κρασί όλα φαίνονται καλύτερα, λοιπόν. Κι είναι τόσο περίεργο πώς αυτός ο ιδιαίτερος φίλος στέκεται δίπλα σου –ελπίζω διακριτικά– στις κομβικές στιγμές της ζωής, στις πιο γλυκιές, μα και σκοτεινές σου αναμνήσεις.
Λίγο κρασί κι ένα κουβάρι χαρμολύπης ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια σου. Ποιος είσαι όταν ξεχνάς τις αναστολές σου και τι γυρεύεις τις στιγμές που δραπετεύεις απ’ τα πρέπει σου; Κι αν ο οίνος είχε φωνή, τότε θα σε οδηγούσε ακριβώς δίπλα στο τζάκι και θα σου διηγιόταν με τη ζεστή χροιά του καλόκαρδου γλεντζέ μιαν ακόμη ιστορία.
«Είσαι έτοιμος;», θα σε ρωτούσε. Κι εσύ δε θα μπορούσες ν’ αρνηθείς στον αιώνιο έφηβο που σε γνωρίζει τόσο καλά κι από τόσο παλιά.
«Σε βλέπω, παιδάκι ακόμη, να παίρνεις τη θέση σου στο τραπέζι, δίπλα στον παππού. Πάντοτε δίπλα του καθόσουν. Το θυμάμαι καλά αυτό. Δεν είχες κι άδικο. Κι εγώ τον συμπαθούσα, ξέρεις. Το ποτό κυλούσε στον ουρανίσκο του και τα ηχηρά του γέλια σημάδευαν με ήλιους τα βήματά σου. Από τότε απέκτησες και την περίεργη –μα για ορισμένους ενοχλητική– συνήθεια ν’ αναζητάς τους αληθινούς και ν’ αγαπάς μονάχα τους φωτεινούς.
Μεγάλωσες κι έφτασε η ώρα να κρατήσεις στα χέρια σου το δικό σου ποτηράκι κρασί. Ευωδιαστό, απ’ τα πιο εκλεκτά. Πρωτοχρονιά πρέπει να ήταν κι εσύ διάνυες τα παρθενικά χρόνια της εφηβείας σου, αν δεν κάνω λάθος.
«Ένα για το καλό θα το πιείς. Ένα όμως. Για νιάνιαρο λογαριάζεσαι ακόμη και πολύ χρόνο έχεις για τα υπόλοιπα», έδωσε σινιάλο ο μπαμπάς.
Η μαμά σε στραβοκοίταξε λίγο. Σαν να είχε ένα προαίσθημα, βρε παιδί μου. Δευτερόλεπτα μετά ο κόκκινος χείμαρρος προσγειώθηκε στο άσπρο σατέν της φόρεμα. Γέλασα πολύ τότε, μη με παρεξηγείς. Ανέκαθεν διασκέδαζα με τους καθωσπρέπει τύπους που βγαίνουν απ’ τα ρούχα τους. Όπως είπαμε, απ’ τον θεό Διόνυσο κρατάει η σκούφια μου. Δεν είναι ν’ απορείς, λοιπόν, με τα καμώματά μου.
Φυσικά σε συνόδευσα στις βραδινές σου εξόδους με φίλους. Καταλαβαίνεις ποιες εννοώ. Εκείνες τις νύχτες που ο αέρας φυσούσε δυνατά στο πρόσωπο κι εσύ ένιωθες κυρίαρχος του κόσμου όλου. Ήθελα να σου πω πολλά τότε. Για τα σύννεφα που σκιάζουν κάπου-κάπου τους καθαρούς ουρανούς κυρίως. Μα τελικά σιώπησα. Είχες καιρό ακόμη για να πέσεις και να σηκωθείς, αυτό σκέφτηκα. Κι έτσι συνέχισα να ρέω στο ποτήρι σου, να σου χαρίζω χορούς και να σου κλείνω παιχνιδιάρικα το μάτι. Αγαπάω τη νιότη, δε θα στο αρνηθώ. Τα άγουρα όνειρα και τις αθώες ψυχές, τα φοιτητικά βράδια και τα τρυφερά χάδια.
Και με τους έρωτες σπαθί σου στάθηκα. Στα πρώτα ραντεβού σε βοήθησα να λυθείς και την ντροπή από τ’ απανωτά σαρδάμ να ξεχάσεις. Δε θα είχες αρθρώσει λέξη αν δεν ήμουν εγώ, παραδέξου το.
Έπειτα την πόρτα σου χτύπησε ο χωρισμός. Τίποτα δεν κρατάει για πάντα, έτσι μονολογεί συχνά ο Διόνυσος. Γι’ αυτό γλεντάει μέρα-νύχτα, μη νομίζεις. Για να ξορκίσει τον θάνατο σχέσεων, ανθρώπων, καταστάσεων. Γενικότερα, ας μην κρυβόμαστε, το δάκρυ κορόμηλο κυλούσε σε όλους τους χωρισμούς σου. Εντάξει, χαρτομάντιλα δεν κουβάλησα, αλλά σου απάλυνα τον πόνο, έστω και λίγο.
Στη συνέντευξη για τη δουλειά των ονείρων σου, το έκανα το χρέος μου. Λίγες σταγόνες μου και παρουσιάστηκες μπροστά τους άλλος άνθρωπος. Τι αυτοπεποίθηση, τι στήσιμο, τι αέρας! Ακόμη τα νοσταλγώ. Τόσο είχα χαρεί που σκεφτόμουν να λάβω την πρωτοβουλία και να προσγειωθώ από μόνος μου στο σατέν φόρεμα της μαμάς σου. Έτσι, για να θυμηθούμε τα παλιά, βρε αδελφέ. Τέλος πάντων, παρασύρθηκα. Συνεχίζω.
Τα καλοκαίρια που σου άλλαξαν το πεπρωμένο έντυνα τα ποτήρι σου με το νέκταρ της ξεγνοιασιάς. Την απόφαση να κουνήσεις μαντήλι σε φίλους και γνωστούς και να κυνηγήσεις την τύχη σου στο εξωτερικό, εγώ έβαλα το λιθαράκι μου για να την πάρεις. Γενναία απόφαση, δεν το αμφισβητώ. Μη μου κλαψουρίζεις. Η μοναξιά αποτελεί σκαλοπάτι για την ενηλικίωση, αυτό λένε στα μέρη μου. Εξάλλου επέστρεψες κάποτε στη βάση σου. Εκεί να δεις μπουκάλια που ανοίχτηκαν για χάρη σου. Έχεις καλούς φίλους, αυτό στο αναγνωρίσω. Και ο θεός Διόνυσος το παρατήρησε. Να, ρώτα τον αν δεν με πιστεύεις.
Ο παππούς έφυγε. Το έμαθα. Κι εγώ λυπήθηκα, μη νομίζεις. Σπουδαίος άνθρωπος. Όλα κάποτε τελειώνουν, όμως, σε είχα προειδοποιήσει. Τελειώνουν άραγε; Ίσως απλώς να κλείνουμε κύκλους, ενδεχομένως ό,τι θρηνήσαμε να δίνει τη θέση του στο άφθαρτο και λαμπερό κι ό,τι αγαπήσαμε να ντύνει με χρυσό την ύπαρξή μας.
Και τώρα πιες. Λίγο κρασί. Γιατί σύντομα όλα θα φαίνονται καλύτερα κι εσύ θα αισθάνεσαι πιο δυνατός. Η ιστορία μας συνεχίζεται εξάλλου. Στα γέλια και στα κλάματα, στις αναχωρήσεις και στις αφίξεις, στα αεροδρόμια των εμπειριών και στις πτήσεις των τρελών ταξιδιωτών.
Υστερόγραφο από Διόνυσο: Μην πάρεις τη ζωή πολύ στα σοβαρά. Και προς Θεού, μη χάσεις την τρέλα σου. Να αποφεύγεις τα σατέν υφάσματα και να προτιμάς τα ανεπιτήδευτα τζιν. Ο παππούς είναι καλά, καθόλου μην ανησυχείς. Πίνουμε παρέα και σου στέλνει την αγάπη του».
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη