Στη σκηνή του θεάτρου ανταμώνεις ένα σωρό κόσμο. Οι ηθοποιοί πάνε κι έρχονται, σε κάνουν να ξεκαρδίζεσαι στα γέλια κι ύστερα να δακρύζεις από λύπη ή ατόφια συγκίνηση. Κάπου-κάπου σε θυμώνουν κιόλας. Θες να φωνάξεις δυνατά, ν’ αναμετρηθείς με τους καθρεφτισμούς τους, μήπως τελικά λυτρωθούν από δαύτους, μήπως επιτέλους νικήσεις κι εσύ τους δικούς σου.
Ορισμένες φορές αδυνατείς να συγκρατήσεις την παρόρμηση. Οι λέξεις σαν βέλη τρυπούν τον αντίπαλο, ώσπου επιστρέφουν πίσω σε ‘σένα αναμετρούμενες με τις συνέπειές τους. Κι έπειτα υπάρχουν κι οι άλλες λέξεις. Όσες δεν ξεστομίστηκαν και θάφτηκαν στα βάθη του υποσυνειδήτου, από φόβο μήπως τινάξουν την παράσταση στον αέρα κι αφήσουν τους ερμηνευτές δίχως ρόλους.
Κάποτε, η αυλαία πέφτει κι εσύ υποψιάζεσαι πως με το πλήθος πορευόμαστε, μα πάντα μονάχοι αποχαιρετούμε τα έργα μας. Μεγαλώνοντας αρχίζεις, όμως, ν’ αντιλαμβάνεσαι πως ο αποχαιρετισμός δεν αντιστοιχεί στο τέλος. Αποτελεί απλώς το μεσοδιάστημα ανάμεσα σε ό,τι υπήρξε και σε ‘κείνο που μας καρτερεί να το βιώσουμε. Και δε χρειαζόμαστε τα οριστικά «αντίο» ή τις βαρύγδουπες αυλαίες που κλείνουν ανέμπνευστους συγγραφείς στις κουρτίνες τους.
Καθόλου δεν έχουμε ανάγκη να θάβουμε τα αντικείμενα της μνήμης σε κλειδωμένα μπαούλα, σε σκιώδη υπόγεια που μεταμορφώνουν σε φαντάσματα μορφές ή ιδέες. Οι άνθρωποι που έφυγαν, που μας πρόδωσαν ή εμείς τους προδώσαμε, όσοι απλώς ολοκλήρωσαν τον κύκλο τους και περισσότερα δε δύνανται να μας προσφέρουν, μας παρακολουθούν αιωνίως από μια γωνιά του σύμπαντος.
Ο παππούς κι η γιαγιά δε χάθηκαν, απλώς κυλιούνται ξέγνοιαστοι σε ‘κείνο το γρασίδι που η φθαρμένη σάρκα απελευθερώνει το πνεύμα κι ο χρόνος δεν ορίζεται πια δυνάστης. Και μας επισκέπτονται κάπου-κάπου στα όνειρα, σε κάθε χάδι που μας έφερε σε ό,τι σήμερα γίναμε, στα παραμύθια που μας ‘μαθαν πως ο διαχωρισμός των ανθρώπων σε καλούς και κακούς βολεύει, αλλά δεν εξελίσσει.
Ο στρυφνός διευθυντής κι ο άλλος, που μας πήρε απ’ το χέρι πιστεύοντας πως τα χέρια μας θα γίνουν σύντομα φτερά, αγγίζοντας τον ουρανό της αυτοπραγμάτωσης. Ο συνάδελφος, που μας ενθάρρυνε όσα μεσημέρια νιώσαμε αδύναμοι να κυνηγήσουμε τα όνειρά μας κι αυτός που διέδωσε κακόβουλες φήμες, προκειμένου να λαβώσει το επαγγελματικό μας προφίλ και ν’ αναρριχηθεί στην ιεραρχία. Ο φίλος που αποδέχτηκε τις στραβές μας μέρες, κάνοντάς μας να ελπίζουμε ότι θα ‘ρθουν πολύ καλύτερες. Ο τύπος που έσφιξε με δύναμη τον λαιμό μας για να υποτάξει τη γνώμη μας στις εντολές του κι ο γελαστός σύντροφος που μας τράβηξε στο λυτρωτικό καλοκαίρι του, εκεί όπου η λογοκρισία βυθίστηκε οριστικά κι αμετάκλητα στον πάτο της καταγάλανης θάλασσας.
Στέκονται όλοι δίπλα μας, ακόμη κι αν εγκατέλειψαν την παράσταση. Συνιστούν πολλά μικρά κομμάτια μας, διαφορετικές εκδοχές μας που κινούνται στο άπειρο, εμπνεύσεις και ματαιώσεις, γερά στηρίγματα και διδακτικές πτώσεις. Κάθε φορά που ένα έργο οδεύει στο φινάλε του, να θυμόμαστε πως μια εναλλακτική εκδοχή του τρέχει για να μας συναντήσει, πως κουβαλάμε μέσα μας κάθε σκηνικό, κάθε υπέροχη ιδέα και βλέμμα, κάθε λέξη που μας άγγιξε, κάθε αγκαλιά που ξόρκισε τους χειμώνες μας.
Κι ας υποκλιθούμε δίχως μνησικακία, χωρίς περιττές πικρίες και μίζερα συναισθήματα. Είμαστε ακριβώς τόσο σπουδαίοι όση είναι η ικανότητά μας να συγχωρούμε. Είμαστε οι ψυχές που περιφρονούν τις ετικέτες, οι ελεύθερες πένες που δε φιμώνονται, οι παλλόμενες καρδιές που αλλάζουν σε κάθε χτύπο τους. Κρατάμε, λοιπόν, τις αναμνήσεις ως καλές νεράιδες, καθώς αυτές μας πριμοδοτούν με άμαξες, με ευγενικούς ιππότες κι αιθέριες πριγκίπισσες.
Και στον δρόμο προς το δάσος της ζωής, θα συναντάμε αιωνίως εκκεντρικά ξωτικά, σκοτεινούς λύκους, ευφυείς νάνους, αλαζόνες μπούφους, θαρραλέες Κοκκινοσκουφίτσες και συνεσταλμένες Σταχτοπούτες. Και πια, με έναν αλλόκοτο τρόπο, θα τους κατανοούμε κιόλας. Γιατί αν δεν πιστέψουμε βαθιά στη δύναμη του κακού λύκου ν’ αφήσει πίσω το ένοχο παρελθόν του, πώς, αλήθεια, θα επικαλεστούμε την κατανόηση του υπόλοιπου θιάσου τα βράδια που το άγριο θηρίο διεκδικεί τον χώρο του μέσα μας;
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη