Ο γαμπρός ας φιλήσει τη νύφη και μαζί ας πειστούν πως εξόντωσαν ένα τσούρμο αποτρόπαιους δράκους και μοχθηρές μάγισσες, προκειμένου να γράψουν την τελευταία σελίδα κάθε παραμυθιού που σέβεται το κοινό του. Το ευτυχισμένο τέλος –ζητούμενο των ρομαντικών συναναστροφών που ουδέποτε αμφισβήτησαν την παράδοση– συνοδεύεται σταθερά από μπόλικο ρύζι κι υποσχέσεις αποκλειστικής συνεργασίας στην αρένα των ερωτικών αλληλεπιδράσεων.

Αιώνες πριν συμφωνήσαμε πως ο πρώτος θνητός –που δίχως ενοχές ή κοινωνική κατακραυγή εκτονώνει τη λίμπιντό του σε πλήθος σεξουαλικών θηραμάτων– παραείναι πρωτόγονος κι ακατέργαστος για τα εκλεπτυσμένα μας γούστα. Κατόπιν, ορκιστήκαμε αιώνια σαρκική αφοσίωση ενώπιον συντρόφου, φίλων, γνωστών, συγγενών, συναδέλφων και γειτόνων.

Το παρελθόν, ωστόσο, επιμένει να τσαλακώνει το αψεγάδιαστο προφίλ μας, διεκδικώντας την προσοχή και την τρικυμία μας λίγο πριν απ’ την οριστική απόφαση μονογαμίας. Οι μάγισσες βγάζουν, τότε, τα μαύρα τους κουρέλια και μεταμορφώνονται μεμιάς σε αιθέριες οντότητες ενώ τα τέρατα αφήνουν πίσω τους το φρικαλέο σουλούπι τους κι αποκαλύπτουν πως στο βάθος κάτι καλογυμνασμένοι ιππότες υπήρξαν και του λόγου τους.

Ύστερα, οι άλλοτε ορκισμένοι εχθροί μας κοιτούν ξεδιάντροπα στα μάτια, ραντίζοντάς μας με άφθονες σταγόνες απ’ το άρωμα του αναμφισβήτητου πειρασμού τους. Κι εμείς, πίσω απ’ τις άκρως ελκυστικές τους μορφές παρακολουθούμε την ίδια μας την ελευθερία να μονομαχεί θαρραλέα με βέρες, κουμπάρους και στέφανα.

Ξαφνικά θυμόμαστε πως σαν παιδιά επιθυμούσαμε διακαώς εκείνο το κουτί με σοκολατάκια που η μαμά τοποθετούσε στο υψηλότερο ράφι. «Αυτά είναι μονάχα για τους ξένους, αγάπη μου», μας τόνιζε σχεδόν σαδιστικά. Μπροστά της κουνούσαμε συγκαταβατικά το κεφάλι, μα κρυφά σηκωνόμασταν στις μύτες των ποδιών, ανεβαίναμε σε καρέκλες, σε σωρούς από βιβλία ή ακόμη και στην πλάτη του αδερφού μας -που κουσούρι του έμεινε το αυχενικό σύνδρομο απ’ την εποχή της παρανομίας.

Στην πραγματικότητα, βέβαια, δεν μας καιγόταν καρφί για τα απαγορευμένα γλυκά. Μας τρέλαινε, όμως, η ιδέα πως δεν μπορούμε να τ’ αποκτήσουμε, πως είμαστε ακόμη πολύ μικροί –και συνεπώς αδύναμοι– για ν’ αναμετρηθούμε με την ελιτίστικη αφεντιά τους.

Ενδεχομένως το παιδί να μη μεγάλωσε τελικά. Να στέκεται και τώρα στις μύτες των ποδιών προκειμένου ν’ αγγίξει ράφια και να σαμποτάρει τα κλασικά φινάλε αγάπης. Μπορεί, μάλιστα, σαν σύγχρονος Πίτερ Παν να δένει σφιχτά τα παιδικά του υποδήματα και να κυνηγά την έξαψη του καινούριου, το άφθαρτο βλέμμα πόθου που θα χαϊδέψει τη ναρκισσιστική του περσόνα, το ανεξερεύνητο κορμί που θα τον καθησυχάσει πως κάπως ξεχωρίζει μέσα στο απέραντο σύμπαν.

Κάποια μέρα το παιδί καλείται να λάβει τη μοιραία απόφαση. Θ’ αρπάξει το γλυκό ή θα φροντίσει το τραπέζι του; Θα ποντάρει συναισθήματα σε μία αγκαλιά ή θα αρκεστεί στην πρόσκαιρη αδρεναλίνη των ευκαιριακών συνευρέσεων;

Η απόφαση είναι πάντα δική μας. Ίσως στεφθούμε συνειδητά συλλέκτες περιπετειών ή στρέψουμε την πλάτη στο εφήμερο για χάρη μιας ψυχής που ξεκλειδώνει την πόρτα του αιώνιου. Μα η επιλογή της αρεσκείας μας θα μας συναντήσει αν η καρδιά απολέσει το φόβο κι ο ενήλικας ανταμώσει τον μικρό ήρωα που κάποτε έτρεμε την αδυναμία του.

Στην αντίθετη περίπτωση, θα στεκόμαστε αιωνίως στις μύτες των ποδιών μας, θα πολιορκούμε το άπιαστο και θα περιφρονούμε το αληθινό. Και κάπου εκεί –μεταξύ γης κι αέρα– θ’ απαξιώνουμε τα ίδια μας τα βήματα.

 

Συντάκτης: Κατερίνα Τσιτούρα
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη