Μιλάς για την αγάπη και την κλείνεις σε ορισμούς βαρύγδουπους, σε κανόνες μαθηματικούς. Ίσως πάλι να γράφεις γι’ αυτήν, επιζητώντας το σωστό άρθρο που viral θα γίνει και κάθε πονεμένο στα χαρτομάντιλα θα στείλει. Μα στο τέλος της ημέρας, το βλέμμα σου πάντα την αλήθεια θα προδίδει, το φως που άγγιξε την ψυχή ή το σκοτάδι που βάρυνε τη ζωή.
Γιατί οι άνθρωποι που αγαπήθηκαν αρκετά προχωρούν στον κόσμο ετούτο με βλέμματα χορτασμένα και καρδιές ανθισμένες. Κουβαλούν μέσα τους το θρίαμβο των στιγμών που λατρεύτηκαν στην ολότητά τους κι αφού κατάφεραν να λαβώσουν τη θνητή φύση με σταγόνες αθανασίας, τους ανθρώπους αντικρίζουν πια με μεγαλύτερη συμπάθεια και τη χρυσόσκονή τους απλόχερα σκορπούν σε γκρίζα τοπία και παγωμένα σύμπαντα.
Κι έπειτα, στα στέκια της πόλης κυκλοφορούν και οι πικραμένοι, μια ιδιαίτερη κάστα ατόμων που γαλουχήθηκε στην απόρριψη, στα όνειρα τ’ ανεκπλήρωτα και στα παζλ τα ανολοκλήρωτα. Το δέρμα τους διψά για ατόφια τρυφερότητα, μα μέχρι να την ανταμώσουν με ψυχαναγκαστική ηδονή αποδομούν έρωτες κινηματογραφικούς, ρουφούν την πένα απ’ το μελάνι συγγραφικών ρομάντζων και στερούν τον ρυθμό από ποιήματα γοητευτικών μουσών κι αισθαντικών ραψωδών.
Σαν τον Ηρακλή Πουαρό των σχέσεων, μια ρουφηξιά απ’ το τσιγάρο τους τραβούν και με βλέμμα εξεταστικό ξεφυσούν. Ο Μάκης κι η Ελένη ουδέποτε ερωτεύτηκαν πραγματικά, μια φούσκα ο δεσμός τους και μια άγευστη καραμέλα που μηχανικά πιπιλούν η καθημερινότητά τους. Απ’ την άλλη, η Μαιρούλα τρελή και παλαβή μοιάζει για τον Στέφανο, αλλά μήπως ο ανεμοστρόβιλος του πάθους παρασύρει στη δίνη του μονάχα ανασφαλή όντα σαν του λόγου της, που γυρεύουν νοηματοδότηση της ύπαρξής τους σε πεταλουδίτσες στο στομάχι; Να κι ο Αλέξης! Από το Δεσποινάκι μοιάζει να γοητεύτηκε, που αναλογίες μοντέλου δε διαθέτει και ρίζα στο μαλλί απεριποίητη αφήνει κάπου κάπου. Ξεκάθαρη περίπτωση μεσόκοπου bon viveur που αφού γλέντησε στην ακμή του, η μέρα ξημέρωσε για την απόκτηση οικογένειας και το κορίτσι της διπλανής πόρτας αποφάσισε να νυμφευτεί, αυτό με τις περιορισμένες κατακτήσεις και τις λιγοστές απαιτήσεις.
Κι η λίστα, πιο μακριά κι από εκείνη του σούπερ μάρκετ στους χαλεπούς καιρούς των capitals controls, περιλαμβάνει μονάχα δυσλειτουργικά ζευγάρια, ανιαρές ιστορίες και μικροαστικούς συμβιβασμούς. Για τους πικραμένους, βλέπεις, όλα αποτελούν μετρημένα κουκιά, καθώς αγωνιούν μήπως αντικρίσουν γύρω τους αυτό που στερήθηκαν περισσότερο.
Φοβούνται τις λαμπερές ματιές των ψυχών που σμίγουν, τους γλυκούς καφέδες των κυριακάτικων πρωινών στα παπλώματα της στοργής, τους ατέλειωτους περιπάτους στους δρόμους της μεθυστικής συνενοχής. Τρέμουν ό,τι χάθηκε προτού το αγγίξουν, αυτό που σκορπίστηκε στους ωκεανούς της θλίψης και στους μαύρους ουρανούς της απόρριψης.
Οι πικραμένοι κρύβονται πίσω απ’ το δήθεν εκλεκτικό τους γούστο, το στιβαρό επαγγελματικό τους προφίλ και την επιτηδευμένη τους αυτοπεποίθηση. Τι δε θα έδιναν, ωστόσο, για τον ατελή εκλεκτό που τα σπασμένα τους κομμάτια θα έκλεινε στις προστατευτικές του φτερούγες. Μέχρι τότε, βέβαια, ποιος τους εμποδίζει να προβαίνουν σε διαγνώσεις σχεσιακών σκοπέλων με φωνή αποφασιστική κι αγαλλίαση φανερή.
Τις νύχτες, όμως, μονάχοι με τον εαυτό μας μένουμε αιωνίως και τότε η αλήθεια που αρνηθήκαμε, σαν εφιάλτης, στον ύπνο μας τρυπώνει κι οι αδυναμίες που βιαστήκαμε να καθρεφτίσουμε σε οικείες φιγούρες στον κάτοχό τους επιστρέφουν σκυθρωπές.
Κι ο χρόνος κυλά. Τα τεράστια ρολόγια του πεπρωμένου αδυσώπητα διατάσσουν τους δείκτες τους να κάνουν μιαν ακόμη στροφή, να χαρακώσουν με ρυτίδες νεανικές όψεις και να καθηλώσουν στο κρεβάτι των γηρατειών σφριγηλά σώματα.
Κι εσύ τις εποχές παρατηρείς ν’ αλλάζουν χωρίς να σε μεταμορφώνουν και καταδικάζεις παραμύθια, ενώ κρυφά καρτερείς καταραμένους πρίγκιπες κι αργοπορημένες νεράιδες.
Μα όσοι κοιτούν άμαξες και βλέπουν κολοκύθες, στο παλάτι της συναισθηματικής πληρότητας ουδέποτε θα χορέψουν. Σαν κριτές με αυστηρούς βαθμούς θα τιμωρούν καβαλιέρους και ντάμες που αφέθηκαν στο ταγκό. Η κατάρα θα λυθεί μονάχα όταν τα στραβοπατήματα των διαγωνιζομένων αγνοηθούν κι η μελωδία ακουστεί.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη