Αν ο κόσμος ήταν αεροδρόμιο θ’ ασφυκτιούσε από επιβάτες. Αγχωμένοι καριερίστες θα διπλοτσέκαραν εισιτήρια, παιδιά θ’ αποτύπωναν στο χαρτί όσα ονειρεύονται η ζωή να τους φέρει, εκκεντρικοί χίπιδες θα πετούσαν τα σακίδια στον αέρα και συμπαθείς υπερήλικες θα κουβαλούσαν ένα τσουβάλι από γλυκόπικρες αναμνήσεις για αποσκευές στην πλάτη.
Κι εμείς –πιλότοι της ίδιας μας της πτήσης– θα τους παρατηρούσαμε προσεχτικά από μια γωνιά. Θα κρατούσαμε την ανάσα μας μην τυχόν και μας πάρουν χαμπάρι προτού ξεσηκώσουμε τα χούγια τους απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη. Κι ύστερα –με τόσα νέα κόλπα στη φαρέτρα αποπλάνησης– θα τους προσεγγίζαμε. Θα στοχεύαμε στο κέντρο ακριβώς της καρδιάς τους, εκείνης που σύντομα θα μας καταξίωνε ως τους πιο αξιόπιστους διεκδικητές της.
Και με το πρώτο στραβό βλέμμα, απότομο ύψωμα της φωνής ή απορριπτικό σχόλιο θα κουλουριαζόμασταν με ηττοπάθεια στη γωνιά μας, αγωνιώντας μήπως τραβήξαμε βίαια το τουβλάκι απ’ το Τζένγκα της συναισθηματικής επένδυσης.
Μα ένα βράδυ μετρούσα αστέρια κι ανασφάλειες παρέα με κάποιον φίλο -απ’ τους λίγους που αφουγκράστηκαν την τρέλα που το θνητό ταξίδι απαιτεί. Δευτερόλεπτα προτού χάσω το μέτρημα και παρατήσω τα αστέρια στο έλεος του απέραντου ουρανού, με χτύπησε εγκάρδια στην πλάτη και μου είπε:
«Ρίξε κι όλα τα τουβλάκια με μία κίνηση, αν το γουστάρεις. Ή ανέβασε παλμούς στη σκέψη και μόνο πως το στέρεό σου οικοδόμημα κινδυνεύει με κατεδάφιση. Η αλήθεια, όμως, είναι μία: Οι άνθρωποι είτε θα σ’ αγαπήσουν είτε όχι. Πολλά δε δύνασαι να κάνεις προκειμένου να καθορίσεις την εξέλιξη. Οι θηλιές που υφαίνεις για να κρατήσεις κοντά σώματα και ψυχές σου στερούν τις αναπνοές και το καθαρό μυαλό. Μη σκας άλλο για τους επιβάτες. Θα έρχονται και θα φεύγουν, εξάλλου.
Ετούτος, υπήρξε ανέκαθεν ο πλέον ιερός σκοπός τους. Ορισμένοι βιαστικοί θα αποχωρούν πριν το πέταγμα, αρκετοί λίγο αργότερα κι οι πιο επίμονοι θα σου σβερκώνονται στην πλάτη για καιρό. Ωστόσο, θα μοιάζουν όλα όμορφα αν δεν πασχίζεις να τα ελέγξεις, αν ακολουθούν τη ροή του νερού που δεν εγκλωβίζεται σε μίζερες κούπες. Κι εσύ πια δε θα αγωνιάς, δε θα σκαρφίζεσαι χίλιους δυο τρόπους για να παγώσεις τη στιγμή, δε θα πλησιάζεις το Τζένγκα με τρεμάμενα χέρια. Θα εμπνέεις, θα φροντίζεις, θα φλερτάρεις, θα ερωτεύεσαι και θα προδίδεις.
Θα ξέρεις πως όσοι στάθηκα πλάι σου, σε επέλεξαν για το σκοτάδι και το φως σου. Για τις νύχτες που λάμπεις από έκσταση και για τις ομιχλώδεις μέρες που επουλώνεις θλιμμένος τις πληγές σου. Για το Θεό που κουβαλάς μέσα σου και για τον τυχοδιώκτη εαυτό σου που κάπου-κάπου σκιάζει το πεπρωμένο του και φέρνει τούμπα το σύμπαν ολόκληρο.
Αν νιώσεις βαθιά τη ματαιότητα που το κυνήγι της αγάπης κουβαλά στα σπασμένα βέλη του, τότε θα αγκαλιάσεις πρωτίστως την αφεντιά σου. Κι ύστερα θα καλοδεχτείς όση ακριβώς τρυφερότητα σου προσφέρουν, δίχως εξιδανικεύσεις, θηριώδεις προσδοκίες και καμουφλαρισμένη γοητεία. Όταν η επιβεβαίωση δε φτάνει, δε θα αμφισβητείς τη αξία σου και δε θα εθελοτυφλείς στα ερείπια που αντικρίζεις μπροστά σου. Θα φοράς το καπελάκι σου στραβά και δίχως περιττά δράματα θα συνεχίζεις την πορεία σου. Θα σέβεσαι τον προορισμό που το εισιτήριο του καθενός αναγράφει και δε θα εκβιάζεις πτήσεις χωρίς καύσιμα.
Κι οι άνθρωποι θα έρχονται και θα φεύγουν με την ίδια βεβαιότητα που ο ήλιος ανατέλλει και δύει. Εσύ σταθερός –στο κέντρο ακριβώς της ύπαρξής σου– θα ενώνεσαι με το φως των παρθενικών ακτίνων και θα συνθηκολογείς με τη θέα του τέλους. Θα περιπλανιέσαι για κάμποσο διάστημα ακόμη στο αεροδρόμιο που κατασκευάστηκε ειδικά για να φιλοξενεί ταξιδιώτες. Γι’ αυτό φρόντισε να γλεντήσεις τις αναποδιές που οι καιρικές συνθήκες ενίοτε επιβάλλουν. Και τότε η μικρή σου ιστορία θ’ αξίζει τον κόπο».
Τον κοίταξα. Ξαφνικά συνειδητοποίησα ό,τι ανέκαθεν γνώριζα. Είχε δίκιο. Οι άνθρωποι είτε θα μας αγαπήσουν είτε όχι, και θα ‘ναι εντάξει όπως κι αν έχει. Η Γη θα κινείται στη συνήθη τροχιά της κι ο κόσμος θα γεννιέται και θα πεθαίνει. Εμείς θα βαδίζουμε στα χνάρια που οι ανεξερεύνητοι χάρτες καταστρώνουν για χάρη μας ή απλώς θα θρηνούμε απώλειες και σπασμένες πυξίδες. Κι η απόφαση θα μας ανήκει και θα μας καθορίζει.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη