Θυμάμαι τα λόγια ενός φίλου, κάποιο μεσημέρι Κυριακής:
«Κοίτα γύρω σου. Τόσα ζευγάρια και τόση λίγη χαρά. Τυποποιημένη διαδικασία ο έρωτας, δε συμφωνείς; Δύο-τρεις φιλοφρονήσεις, μια κρίση ηλικίας κι είμαστε πια μαζί. Μαζί και χώρια, δηλαδή. Μαζί για τις κοινωνικές εκδηλώσεις του Σαββάτου, τον γάμο και την αναπαραγωγή του σπάνιου είδους μας και χώρια για τις σπίθες που έσβησαν, για τα πολύχρωμα όνειρα που μεταμορφώθηκαν σε γκρίζα έγγραφα δημαρχείου και γυρεύουν τώρα την υπογραφή μας.
Ένα ζευγάρι τράβηξε, ωστόσο, την προσοχή μου, καλοκαίρια πριν. Αρχές του Ιούλη, στο πλοίο. Αρχή των διακοπών και τέλος της ρουτίνας. Για λίγο έστω. Για όσο κρατούν τα διαλείμματα ανεμελιάς στην ενήλικη ζωή. Κι εκείνοι, δύο παντοτινοί νέοι γύρω στα πενήντα, σταυρόλεξο έλυναν παρέα κι έμοιαζαν να κρατούν σφιχτά στα χέρια τους δυσεύρετες απαντήσεις. Γελούσαν δυνατά, σαν συνένοχοι στις κοπάνες του λυκείου κι έσπρωχναν ο ένας τον άλλον πειραχτικά.
Κι έπειτα τα μάτια τους, ούτε στάλα συμβιβασμού εκεί. Ο έρωτας στην πιο ανεπιτήδευτη εκδοχή του, στα πρόσωπα που δεν άγγιξαν οι ρυτίδες της φθοράς, στα πνεύματα που απεγκλωβίστηκαν από ανιαρούς κανόνες, στις ψυχές που αντιλήφθηκαν πως μονάχα ελεύθερες θα πετούν μαζί. Και το ήξερα. Ήταν ευτυχισμένοι. Ήταν σίγουρα ευτυχισμένοι. Δε χρειαζόμουν πειστήρια της αγάπης τους. Καταλαβαίνεις τι εννοώ: Παρατεταμένα φιλιά κι επίμονα γλυκόλογα, διαβεβαιώσεις μπροστά σε φίλους και γνωστούς πως η σχέση τους, σαν το διαμάντι ανεκτίμητη, στιγμή δε θα πάψει να λάμπει. Χρειαζόμουν, τελικά, απλώς αυτό που αντίκριζα μπροστά μου. Δύο φίλους-εραστές, στο μεσοδιάστημα της ζωής, άφθαρτους και πλήρεις, ζωντανούς και τρελούς.
Και τώρα, το γνωρίζω καλά πως οι έρωτες θα έρθουν και θα φύγουν, τα πάθη θα μας κάψουν κι ύστερα θα μας διδάξουν, μα η αγάπη, η μια και ξεχωριστή, ποτέ δε θα υπάρξει. Απαιτεί θάρρος πολύ και λίγοι το έχουν. Απαιτεί να μονομαχήσεις μ’ ένα τσούρμο σκοτεινούς δαίμονες για να συνειδητοποιήσεις κάποτε πως και του λόγου τους μια αγκαλιά αποζητούν προκειμένου να πάψουν να σε εκδικούνται. Στο τέλος της εξιδανίκευσης βασιλεύει η αγάπη και στον θάνατο της καταπίεσης αναγεννιέται η χαρά, μα θνητοί και γεμάτοι ανασφάλειες όπως είμαστε εύκολα δε θα τη συναντήσουμε».
Σιώπησα. «Ένας ακόμη αθεράπευτα ρομαντικός που πληγώθηκε βαθιά και τους κυνικούς προσκύνησε με συνοπτικές διαδικασίες», υπήρξε η πρώτη μου σκέψη.
Με τα χρόνια άρχισα να κοιτάω λιγότερο και να παρατηρώ περισσότερο. Τα δημοσίως υπερεκδηλωτικά ζευγάρια είναι και τα πρώτα που σπεύδουν να σε πείσουν ότι η ευτυχία στη σχέση συναντάται πιο συχνά κι από μαύρες γάτες που διασχίζουν αμέριμνες πεζοδρόμια και σε γκαντεμιάζουν για μέρες. Φιλιούνται σε στάσεις λεωφορείων ή και μέσα σ’ αυτά, σε μπαράκια της πόλης, σε ταβέρνες ενώ τιμούν το τζατζίκι, σε πάρκα και σε θέατρα. Γενικώς φιλιούνται συχνά και καθόλου δεν προδιατίθεσαι να τους κακολογήσεις για την τόσο αγαπημένη τους συνήθεια.
Κάποιοι, νέοι και χωρίς πληγές, ορκίζονται πως η εποχή της τυφλής λατρείας θα κρατήσει μέχρι τη συντριβή του γνωστού μας κόσμου κι άλλοι, πολλά χρόνια μαζί, την ευκαιρία ξεκλέβουν για να ανανεώσουν τον έρωτά τους μακριά από παιδιά και σκυλιά. Κι έπειτα, στις πιο απόμερες γωνιές ξετρυπώνεις και τους παράνομους, μια τζούρα έξαψης και χιλιάδες ανάσες ενοχών.
Απ’ όλα φαίνεται πως βρίσκεις στον μπαξέ, μα ο καιρός πέρασε και κάποτε κατάλαβα… Οι δημόσιες εκδηλώσεις πάθους καθόλου δε συνιστούν μαθηματική εξίσωση. Με απλά λόγια, δέκα λάγνες αγκαλιές και πενήντα γαλλικά φιλιά δεν ισούνται απαραίτητα με το αποτέλεσμα «αδερφές ψυχές».
Κάποιες φορές υποδηλώνουν ενθουσιασμό –ιδίως στην απαρχή ενός ειδυλλίου– άλλες αποτελούν αντανάκλαση του γενικότερα εκδηλωτικού χαρακτήρα των ατόμων κι ορισμένες συνδέονται με τη ναρκισσιστική επιδίωξη απόσπασης θαυμασμού ή και πρόκλησης ζήλιας.
Στη σκέψη μου έρχονται συχνά τα λόγια εκείνου του φίλου:
«Μην κοιτάς τους ανθρώπους στα χέρια που απλώνουν για ν’ αγγίξουν, στα χείλη που ηδονικά ακουμπούν άλλα χείλη, στα λόγια που ξεπηδούν απ’ το στόμα κι όχι απ’ την καρδιά. Για αλλαγή, κοίτα τους στα μάτια κι αν εκεί μια σπίθα ανακαλύψεις, τότε θα νιώσεις και την ουσία.
Οι γνήσιοι έρωτες ανθίζουν σε μυαλά που επικοινωνούν, σε θάλασσες όπου οι δύο ψυχές με τα κύματα παίζουν παρέα και τη γλώσσα βγάζουν αυθάδικα στη φουρτούνα. Γελούν δυνατά κι ονειρεύονται άφοβα, όπως τότε, που έφηβοι ακόμη διέσχιζαν ξάστερους ουρανούς. Να γεράσεις δίπλα στον καλύτερο φίλο κι εραστή σου για να αντιληφθείς χαμογελώντας πως ποτέ δε γέρασες, αυτό αποτελεί την πιο αδιάσειστη απόδειξη αγάπης για εμένα».
Ποιος ξέρει, ίσως τελικά οι κυνικοί να είναι κι οι τελευταίοι ρομαντικοί. Κυκλοφορούν στους δρόμους μεταμφιεσμένοι σε ορθολογιστές μα τα βράδια κλείνουν τα μάτια κι ονειρεύονται καλοκαιρινά σταυρόλεξα. Και τα ζευγάρια με σταυρόλεξο μοιάζουν. Άλλα τα παρατάς στην αρχή, ορισμένα στη μέση και τα πιο ευφάνταστα δεν τα αφήνεις στιγμή απ’ τα χέρια σου.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη