Ποιο να είναι άραγε το τέλος; Υπάρχει ή μήπως ντύνεται το κοστούμι μιας νέας αρχής; Τόσοι άνθρωποι γύρω μας∙ κάποιοι έγιναν φίλοι ζωής ή ερωτικές σχέσεις καρδιάς. Με αρκετούς γελάσαμε παρέα, αντιγράψαμε απ’ την κόλλα τους, ταξιδέψαμε και φορτώσαμε βαλίτσες, κλάψαμε συντροφιά τα μελαγχολικά μας βράδια, αγκαλιαστήκαμε σφιχτά και γευτήκαμε τζούρες αθανασίας. Ορισμένοι έφυγαν ή ίσως εμείς τους ξεχάσαμε κάπου, σε μια στροφή. Υπήρξαν όμως κι οι άλλοι, οι ξεχωριστοί κι εκλεκτοί, που ποτέ δεν άφησαν το χέρι μας, ακόμη και τις στιγμές που οι δρόμοι μας χωρίστηκαν για λίγο.
Δεν ξεχνάς τα καλοκαίρια του πεπρωμένου σου, δε συμφωνείς; Και τα χαμόγελά τους σφραγίζουν το μπαούλο των αναμνήσεων, στολίζοντας με μια ολόχρυση άμμο παραλίες του παρελθόντος. Το γνωρίζεις πια καλά, αυτό το μυθιστόρημα δε θα γεμίσει από σελίδες της κοινής σας καθημερινότητας. Δε θα ανεβείτε πλάι-πλάι τα σκαλιά της εκκλησίας, δε θα παρακολουθήσετε με δέος τον συνδυασμό του γενετικού σας υλικού να λαμβάνει σάρκα κι οστά στο πρόσωπο ενός χαριτωμένου απογόνου.
Δε γίνατε ποτέ το συμβατικό ζευγάρι που τακτοποιεί τους λογαριασμούς και τα ψώνια της εβδομάδας μα τα μεσημέρια της Κυριακής ξεκλέβετε στιγμές και τα αυθόρμητα γέλια σας αντηχούν δυνατά στα συνοικιακά μεζεδοπωλεία των θνητών περασμάτων. Και τα μάτια λάμπουν, όπως συνηθίζουν να φωτίζονται στις ψυχές που τόσο αβίαστα κουμπώνουν.
Εσείς οι δύο θα βρίσκεστε και θα χάνεστε, μα πάντοτε θα αγαπιέστε τελικά. Δε θα είστε εραστές ούτε ακριβώς φίλοι. Πνευματικοί σύντροφοι μπορεί, που τη ρουτίνα του γνωστού κόσμου απαρνήθηκαν κι έτσι έπλασαν απ’ το μηδέν ένα σύμπαν τόσο δικό τους και πολύχρωμο, που να το αγγίξει η φθορά του χρόνου ουδέποτε τόλμησε.
Όσος καιρός και να περάσει, ένα τηλεφώνημα θα αρκεί για μια ακόμη συνάντηση, για μια μαγική βόλτα στα σοκάκια της πιο γλυκιάς συνενοχής. Μια αίσθηση οικειότητας σαν άρρηκτη κλωστή κοντά σας κρατά και περπατάτε συντροφιά σε γέφυρες που στήνονται μονάχα για να υποδεχτούν εκκεντρικούς διαβάτες σαν του λόγου σας.
Δυο καταραμένοι αφηγητές, αυτό είστε νομίζω. Λατρεύετε να μοιράζεστε ιστορίες. Να τις βιώνετε ή να γράφετε γι’ αυτές. Το ξέρετε βέβαια καλά, ο ένας στην προσωπική ιστορία του άλλου απαγορεύεται να αναμειχθεί. Απλό και ξεκάθαρο. Οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς πνευματικούς συντρόφους, εξάλλου. Ωστόσο, τις μέρες με ήλιο φιλοσοφείτε παρέα στα παγκάκια των καταπράσινων τοπίων και τις νύχτες που το σκοτάδι βαρύ και πυκνό πέφτει εσείς ξορκίζετε με πειράγματα τη σκιερή πλευρά σας.
Οι δείκτες του ρολογιού κυλούν, μεγαλώνετε, μετακομίζετε, αλλάζετε δουλειές, παντρεύεστε, αποκτάτε παιδιά, μικρές ρυτίδες στολίζουν πια τα μάτια σας, άνθρωποι επιβιβάζονται κι αποχωρούν απ’ τις πτήσεις της επιλογής σας. Η δική σας σχέση, όμως, σταθερή κι ελεύθερη σαν το νερό που κυλά χωρίς να εγκλωβίζεται, ένα ουράνιο τόξο χαράζει στο κέντρο ακριβώς της καρδιάς. Χωρίς δεσμεύσεις. Δίχως προσδοκίες. Έτσι. Για το πικάντικο της ιστορίας. Για εκείνη που σας έδεσε αιωνίως και για την άλλη που ανυπομονεί να τη διηγηθείτε με σπάνια μαεστρία.
Ποιος ξέρει, ίσως κι εκεί να κρύβεται ο σκοπός, τελικά. Σε μια ιστορία της προκοπής που αφήνουμε πίσω μας ως παρακαταθήκη και στους χαρισματικούς αφηγητές που συναντάμε στο διάβα μας.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη