Κι αν είμαστε πολύ περισσότερα από εκείνο το νούμερο που αναγράφεται στην ταυτότητά μας; Αν τα νούμερα έγιναν αλυσίδες κι εμείς δέσμιοι των περιορισμών τους; Αν γυρεύουμε εναγωνίως μια διέξοδο τις νύχτες που φυσάμε κεράκια, οριοθετώντας ζωές;
Συμπληρώσαμε τα είκοσι και φυσικά δε νοούμαστε αρκετά κουλ, εφόσον δεν ξημεροβραδιαζόμαστε στα μπαράκια του γνωστού μας κόσμου. Και τη σταθερή σχέση τι ακριβώς την χρειαζόμαστε όταν τα φλερτ της πρώτης νιότης υπόσχονται τις αξέχαστες αναμνήσεις των γηρατειών;
Για κοίτα, όμως, που αγγίξαμε ήδη τα είκοσι πέντε τώρα. Πρέπει να τελειώσουμε το μεταπτυχιακό, να κάνουμε κι ένα δεύτερο, ίσως και τρίτο, αν επιθυμούμε να σπάσουμε το κοντέρ της μόρφωσης. Ύστερα θα τα κορνιζάρουμε όλα παρέα στη γωνιά του σαλονιού που οικονομεί τον θρίαμβό μας. Γιατί εμείς –από ξεχωριστά υλικά οικοδομημένοι– θα εξελιχθούμε αναμφισβήτητα σε σπουδαίους καριερίστες, σε αψεγάδιαστους γονείς και σε ονειρικούς συντρόφους.
Φτάσαμε τριάντα, όμως. Σαν ψέματα μας φαίνεται. Ξέρω τι σκέφτεσαι. Καιρός να σοβαρευτούμε. Να γελάμε λιγότερο και να αγαπάμε υπό προϋποθέσεις. Σιγά-σιγά, ας αφήσουμε και τους έρωτες στην άκρη. Κυρίως μπελάδες μας έφεραν τις νύχτες που πιστέψαμε στη χρυσόσκονη των φτερών τους. Ας παντρευτούμε για να απαλύνουμε και την αγωνία των μικροαστών φίλων που ρωτούν συνεχώς. Εξάλλου, οι σοβαρές σχέσεις απαιτούν κουμπάρο και παπά κι οι καθωσπρέπει κοινωνίες εμάς σε ρόλο γαμπρού και νύφης αναζητούν. Ναι, το δίχως άλλο οφείλουμε να τυπώσουμε τα προσκλητήρια.
Τα τριάντα πέντε μας πρόλαβαν, ωστόσο. Τα παιδιά κλαίνε κι αν δεν έχουμε παιδιά, κλαίνε οι συγγενείς που δε διαιωνίσαμε το σπάνιο είδος μας. Φοβούνται, βλέπεις, πως θα καταλήξουμε μόνοι και δυστυχείς ή –ακόμη χειρότερα– θα θεωρηθούμε μόνοι και δυστυχείς απ’ τον περίγυρό μας. Εντωμεταξύ, εμείς δε χορεύουμε πια όσο παλιά. Είμαστε ώριμοι τώρα. Πλήττουμε αφόρητα με το περισπούδαστο καταστάλαγμά μας, αλλά δεν τολμάμε να υποκύψουμε στην τρέλα μας. Με την παρέα βρισκόμαστε στη ζούλα καθώς –μην τα επαναλαμβάνουμε– καβατζάραμε τα τριάντα πέντε και θα ήταν κομματάκι ανεύθυνο να σηκώσουμε κεφάλι απ’ τις υποχρεώσεις, προκειμένου να απολαύσουμε το καφεδάκι της νοσταλγίας.
Κι η ηλικία εξακολουθεί να μας κυνηγά. Σκορπά ομίχλη στον δρόμο μας κι ύστερα ενοχοποιεί τον οδηγό για την περιορισμένη ορατότητα. Τα στερεότυπα ουρλιάζουν, πληγώνοντας την ακοή μας. Και τίποτα δεν απεχθανόμαστε περισσότερο στην αφεντιά τους απ’ την αδιανόητη έλλειψη δικαιοσύνης που κουβαλούν στις μίζερες πλάτες τους.
«Η ρυτίδα στον άντρα δηλώνει γοητεία, ενώ στη γυναίκα καταδίκη» διατείνονται πολλοί. Και το ασπάζονται διότι γιγαντώνουν τις ετικέτες. Οραματίζονται το αρσενικό σαν γενναίο προστάτη που φορά για παράσημο τις χαρακιές του χρόνου και το θηλυκό σαν ευάλωτο τρόπαιο που τρέμει την ημερομηνία λήξης του. Ζούμε σε μια κοινωνία που απαγορεύει στις γυναίκες να μεγαλώσουν, κι εμείς σφυρίζουμε αδιάφορα στην αδιανόητη στενομυαλιά μας. «Ανέκαθεν έτσι είχαν τα πράγματα» δικαιολογούμαστε σηκώνοντας αμήχανα τους ώμους και διαιωνίζοντας αναχρονιστικές αντιλήψεις.
Κι η κλεψύδρα μας παγιδεύει στις δαγκάνες της. Μας υπαγορεύει το σωστό και το λάθος, μας συγκρατεί απ’ την έξαψη του απρόβλεπτου κι απ’ τις λυτρωτικές ανάσες του αυθόρμητου εαυτού μας.
Ωστόσο, οι άνθρωποι δε γερνούν όταν ερωτοτροπούν με τις στιγμές, όταν απαρνιούνται τη βολή τους και σέβονται τα πάθη τους, όταν δηλώνουν έτοιμοι να μηδενίσουν τη ρουτίνα για μια νέα πρόκληση, μια υπέροχη ιδέα, ένα σπουδαίο όνειρο.
Αιωνίως είμαστε ό,τι αναζητάμε. Είμαστε οι λαμπερές ανατολές της ελπίδας και τα γοητευτικά σκοτάδια της εμπειρίας που μοσχοβολούν ευωδιαστό κρασί. Είμαστε ο τρελοί που αυθαδιάζουν στο πεπρωμένο κι οι γκριζομάλληδες που περιφρονούν το γκρίζο τους.
Κανένα μεγαλύτερο ψέμα δε θα ακούσουμε ποτέ από εκείνο το νούμερο που λαχταρά να μας βάλει –σαν πειθήνια στρατιωτάκια– στη σειρά, από μια ταυτότητα που σαν άλλος δικτάτορας αποφασίζει και διατάζει για την τύχη μας.
Αλλά στον κόσμο ετούτο θα συνεχίζουμε να συναντάμε έφηβους γέρους κι ηλικιωμένους εικοσάρηδες, καθώς στη σπίθα των ματιών καθρεφτίζονται τα χρόνια μας και στην παιδική καρδιά μας οι επιθυμίες ουδέποτε πεθαίνουν.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη