Γράφει ο Πάνος Κοκκίνης.
Μια δεκαετία παρά κάτι μετά από εκείνη την βραδιά, το μόνο που θυμάμαι είναι το πόσο ηλίθιος ένοιωσα όταν πλήρωνα την κυριούλα για την δεξίωση και το πόσο μόνος περιμένοντας να έρθει η νύφη μου. Ναι, και ας ήμουν στην μέση πλήθους.
Το γεγονός ότι έχω φορέσει κουστούμι με το ζόρι πέντε φορές στην ζωή μου σίγουρα δεν με βοηθούσε ιδιαίτερα στο να αισθανθώ άνετα την μέρα του γάμου μου, πίσω στο ανέμελο (για όλους) καλοκαίρι του 2004.
Αν και, θα μου πεις, «τι φταίει ρε παλικαράκι το κουστούμι που ο γάμος έγινε απόγευμα Ιουλίου, με 30+ τσουρουφλιστούς βαθμούς και σένα να έχεις μουσκέψει και να έχεις στεγνώσει ήδη 3 1/2 φορές πριν πατήσεις καν το ξερό σου στην εκκλησία στην Αργυρούπολη».
Εκεί δηλαδή όπου έλαβε χώρα το μαρτύριο (μυστήριο εννοούσα, στο ορκίζομαι στο στεφάνι μου).
Μπες, όμως, για λίγο στην θέση μου. Νοιώσε με. Είσαι ντυμένος σα γαμπρός. (βλέπε αναγκαστικά πιο φωταγωγημένος χρωματικά από ποτέ άλλοτε).
Με την ροζουλί γραβάτα -που θα ντρεπόσουν να φορέσεις οπουδήποτε αλλού πέρα από μπουζούκια- να σφίγγει λίγο παραπάνω τον λαιμό από ότι αντέχεις.
Τα ολοκαίνουργια λουστρινέ παπούτσια να σου έχουν νεύρα (και να βαράνε κεφαλιές στους κάλους σου για να ξεδώσουν) γιατί ξέρουν ότι δύσκολα θα τα ξαναφορέσεις.
Και, πάνω από όλα, το μπουκέτο που κρατάς στο χέρι να σου θυμίζει ότι σήμερα είσαι το ανθηρό επίκεντρο του σύμπαντος.
Ακόμη και αν εσύ αισθάνεσαι μαραζωμένος, σαν να σε έχουν μόλις ψεκάσει από αεροπλάνο με ληγμένο ζιζανιοκτόνο.
Προφανώς όλα τα παραπάνω είναι αμελητέα και υποφερτά.
Όπως ακριβώς εντός ψυχολογικών σου ορίων είναι και τα ανούσια/εκνευριστικά/ενοχλητικά συγχαρητήρια που δέχεσαι -εκείνη την στιγμή της αναμονής- από φίλους και συγγενείς.
Τα οποία φυσικά και ξεχνάς πριν καν προλάβει ο άλλος να τελειώσει την πρότασή του.
Γιατί όλο το μυαλό σου, όλο σου το «είναι» είναι επικεντρωμένο σε μια και μοναδική ερώτηση «Τώρα, δηλαδή, τελειώνει η ζωή μου;»
Με ανομολόγητο «παρανυφάκι» στο παραπάνω υπαρξιακό ερώτημα, το «Προλαβαίνω ακόμη να το ακυρώσω;»
Η σκέψη βλάπτει σοβαρά τον γάμο
Το παραπάνω δεν είναι ακριβώς cold feet, που λένε και τα ΄αδέλφια΄ μας οι Αμερικάνοι. Θυμίζει περισσότερο, σαν αίσθηση, αυτό που ένοιωθαν οι πρόγονοι μας στο Ice Age (σ.σ. την ταινία εννοώ) όταν έρχονταν φάτσα με τον Ντιέγκο τον τίγρη και την παρέα του.
Ένα Αμλετικό δίλημμα στην λογική ‘«Τώρα να κάτσω και να το πολεμήσω ή να σηκωθώ και να φύγω; Ποιο ένστικτό μου να ακολουθήσω; Και που στο διάολο είναι η βοήθεια κοινού όταν την χρειάζεσαι;»
Προσοχή!! Όλο αυτό δεν έχει καμία σχέση και καμία αντανάκλαση στο το ποια είναι η γυναίκα που παντρεύεσαι ή στην ποιότητα της σχέσης σας.
Προσωπικά, αν ήξερα τότε ότι γνωρίζω τώρα για την γυναίκα μου, δεν θα περίμενα καν να την δω να ανεβαίνει τα σκαλιά.
Θα προτιμούσα να πέσω πάνω στο καπό της λιμουζίνας για να την σταματήσω και να την βάλω να μου πει το «ναι»επιτόπου. Ίσα ίσα για να αρχίσει η κοινή μας ζωή δέκα λεπτά νωρίτερα.
Το πραγματικό πρόβλημα είναι ότι, εκείνα τα 5-20 λεπτά που περιμένεις, αισθάνεσαι σαν μελλοθάνατος που περπατά το περίφημο Green Mile.
Ότι, εν μέσω όλου του πανικού των προετοιμασίων για την γαμήλια τελετή που έχουν προηγηθεί, βρίσκεσαι ξαφνικά με ένα κενό διάστημα που δεν υπάρχει τίποτα να κάνεις. Παρά μόνο να σκεφτείς.
Τι; Μα φυσικά την απάντηση στο ερώτημα που λέγαμε. Η οποία είναι «Φυσικά και ναι». Η ζωή σου τελειώνει.
Δεν φταίει ο κόπος, φταίει ο τρόπος
H αλήθεια είναι ότι αυτό που τελειώνει συγκεκριμένα είναι εκείνο το καφροανάλαφρο μέρος της που ξεκίνησε όταν άραζες για ώρες , χαϊδεύοντας ένα φρέντο, σε κάποιο καφέ δίπλα από την σχολή σου και θεωρούσες αυτονόητο ότι θα πας διακοπές με τους κολλητούς σου.
Γιατί το μόνο που είναι βέβαιο είναι ότι από το επόμενο πρωί, Θεού και κάρμα θέλοντος, δε θα ξυπνήσεις ποτέ ξανά μόνος στην ζωή σου.
Και, κυρίως δεν θα έχεις ποτέ πια το δικαίωμα να βάλεις τον εαυτό σου και τις ανάγκες σου πάνω από αυτές της γυναίκας και -αργότερα- του παιδιού σου.
Ή τουλάχιστον δεν θα μπορείς να το κάνεις με τρόπο που να βγάζει μάτι.
Ίσως, τώρα που το εξιστορώ, να μου ακούγεται και εμένα κάπως υπερβολικό όλο αυτό.
Τη στιγμή όμως που το βιώνα, όντως είδα όλη μου την ζωή να περνάει μπροστά από τα μάτια μου. Όπως είμαι βέβαιος ότι θα σου συμβεί και εσένα, όποτε το αποφασίσεις.
Τουλάχιστον την πρώτη φορά που θα παντρευτείς. Για την δεύτερη, δεν παίρνω όρκο.
Ευτυχώς αυτή η ενδοσκόπηση δεν μου άφησε κανένα μόνιμο κουσούρι. Και κανείς δεν πήρε χαμπάρι τι σκεφτόμουν όταν κοιτούσα το υπερπέραν.
Αλλά, ειλικρινά, θα προτιμούσα να μην είχα αυτά τα πέντε λεπτά να σκεφτώ τι με περιμένει (σ.σ. Όπως θα προτιμούσα να μην είχα σκάσει τόσες χιλιάδες ευρώ στην παντελώς άχρηστη εφεύρεση που ονομάζεται γαμήλια δεξίωση).
Γιατί είναι σαν να έχεις αποφασίσει να κάνεις skydiving, να έχεις βρει το κουράγιο να πηδήξεις από την μπουκαπόρτα, να είναι η αδρεναλίνη σου ήδη στον Κρόνο και, ξαφνικά, κάποιος να πατάει το pause και να σε ρωτάει -ενώ είσαι μετέωρος- «Είσαι σίγουρος ότι θέλεις να πηδήσεις; Έχεις σκεφτεί τι θα συμβεί αν δεν ανοίξει το αλεξίπτωτο;»
Τουλάχιστον εγώ, έχοντας φάει την πίκρα, ήξερα ακριβώς τι να πω στους επόμενους γαμπρούς όταν έβλεπα -στην αντίστοιχη περίπτωση- το βλέμμα τους να θολώνει.
Δηλαδή «Σκάσε, κολύμπα και μην ξεχάσεις να της πεις σ’ ευχαριστώ που τελικά αποφάσισες να εμφανισθείς»