Αχ, η μουσική! Είναι πάντα εκεί, όταν είσαι τόσο ευτυχισμένος ώστε να αρχίσεις να χορεύεις. Είναι εκεί, όμως, κι όταν πονάς, όταν σου λείπει κάτι ή (πιο συγκεκριμένα) κάποιος. Τότε είναι κυρίως που δεν ξέρεις με ποιο τραγούδι να πρωτοταυτιστείς.
Πόσα μουσικά κομμάτια έχουν γραφτεί για χωρισμούς, για αγάπες που πονάνε, για τη μονόπλευρη και πικρή εκδοχή του έρωτα, για απογοητεύσεις και ξενερώματα, ακόμα και για την απιστία;
Πήγαινε τώρα και κάνε ένα scroll down στην αρχική σελίδα σου στο facebook και παρατήρησε λίγο πόσοι φίλοι σου ανεβάζουν τραγούδια κάπως θλιμμένα ή έστω αγανακτισμένα και πόσοι πιο χαρούμενα.
Πήγες; Τώρα που το πρόσεξες, ας δούμε γιατί συμβαίνει αυτό, γιατί τόσος κόσμος μοιράζεται τη θλίψη του συχνότερα απ’ ό,τι τη χαρά του. Καταρχάς, όταν είμαστε ευτυχισμένοι και πλήρεις, δεν έχουμε τόσο την ανάγκη να βρούμε ένα τραγούδι για να μοιραστούμε. Δε μας νοιάζει γενικά να δείξουμε κάτι. Κοιτάμε να χαρούμε τη στιγμή μας, γιατί δεν ξέρουμε και πόσο θα κρατήσει.
Στα social media, λοιπόν, δραστηριοποιούμαστε κυρίως όταν είναι μαυρισμένη η ψυχούλα μας, ίσως γιατί ζητάμε κατανόηση και παρηγοριά απ’ τους άλλους. Πολλοί, βέβαια, είναι εκείνοι που πιστεύουν πως στα ζόρια είναι πιο εύκολο να ‘χεις ανθρώπους δίπλα σου, πρόθυμους να σου χτυπήσουν φιλικά την πλάτη παρά στις λαμπερές σου μέρες, που τα χαμόγελά τους μπορεί να κρύβουν δεύτερες σκέψεις. Έτσι πιο πολλοί θα δηλώσουν την υποστήριξή τους με like σε μουσικές επιλογές που δείχνουν πως κάτι μας ταλαιπωρεί παρά σε πιο κεφάτες.
Ας αφήσουμε τα social media και τα τραγούδια που ποστάρουμε εκεί κι ας επιστρέψουμε στην ίδια την γκάμα της μουσικής βιομηχανίας. Ας μιλήσουμε λίγο με αριθμούς. Μπαίνουμε στο αμάξι και βάζουμε στο ράδιο ένα σταθμό που δεν έχει αυστηρά ένα στιλ, που παίζει ποικιλία μουσικών ειδών. Αυτό που βλέπουμε είναι πως απ’ τα δέκα τραγούδια που θα ακούσουμε μέχρι να φτάσουμε στον προορισμό μας, τα πέντε μιλάνε για φυγές ή επιστροφές, τα δύο για χωρισμό, το ένα για ανεκπλήρωτο έρωτα και τα άλλα δύο είναι πιο ανάλαφρα κι αισιόδοξα.
Και μιλάνε τόσο μέσα μας εκείνα τα καψουροτράγουδα που κάποιες στιγμές σκέφτεσαι «μα γιατί να μην πονάω κι εγώ, να ταυτιστώ μ’ αυτήν την τραγουδάρα και να τη μοιραστώ με τους διαδικτυακούς μου φίλους;». Καλώς ή κακώς, ο πόνος πουλάει γιατί είναι πολλοί οι άνθρωποι που αρνούνται να δουν τη θετική πλευρά της ζωής, που κάνουν σαν να αποφεύγουν να χαλαρώσουν και να απολαύσουν πράγματα και καταστάσεις. Αυτός είναι απ’ τους πιο βασικούς λόγους που τα τραγούδια αυτά κάνουν επιτυχία. Εκεί στηρίζεται ένα μεγάλο μέρος της βιομηχανίας της μουσικής, στην καψούρα και τα απωθημένα μας, αφού παρά την ταλαιπωρία, δείχνουμε να το γουστάρουμε όλο αυτό.
Για να μην αδικήσουμε τα –εμφανώς λιγότερα– χαρούμενα τραγούδια, ναι, κάνουν κι αυτά κάποτε την επιτυχία τους, μα συνήθως είναι πρόσκαιρη. Τα πιο κλασικά κομμάτια, εκείνα που έχουν μεγαλώσει γενιές ολόκληρες μιλάνε εννιά στις δέκα φορές για πόνο. Αυτά είναι που αντέχουν στο χρόνο κι ας έχουν περάσει δεκαετίες απ’ την πρώτη τους εκτέλεση. Εκείνα που αγαπιούνται, που δεν ξεχνιούνται, που γίνονται διασκευές τους ανά πενταετία και δε βαριέσαι ποτέ να ακούς. Είναι τα τραγούδια που συνήθως έχουν πρόσωπο, όνομα και μια ανοιχτή πληγή για τον καθένα μας.
Ακόμα κι αν έχεις ξεπεράσει άτομα και καταστάσεις, ακούγοντας αυτά τα τραγούδια νιώθεις μια μικρή νοσταλγία, στην καλύτερη και κάποια δυσφορία, στη χειρότερη. Είναι φορές που απλά ακούς, δε σιγοτραγουδάς, δεν απαντάς σε ερωτήσεις, δε σκέφτεσαι. Έχεις ένα βλέμμα στραμμένο στο κενό και μόνο ακούς. Κάπου στην πρώτη στροφή το μυαλό σου γεμίζει με εικόνες του παρελθόντος, με αναμνήσεις κι ίσως λίγο πιο γκρίζα χρώματα.
Αυτή τη δύναμη έχουν αυτά τα τραγούδια και γι’ αυτό τα αγαπάμε. Έχουν την ικανότητα να γυρίζουν για λίγα λεπτά, για όσο διαρκούν, το χρόνο πίσω. Κάποτε γίνονται πείσμα για να διεκδικήσουμε ξανά όσα άδικα χάσαμε κι άλλοτε μας δίνουν τη δύναμη να καταλάβουμε την αξία όσων ζούμε τώρα και να αφήσουμε το παρελθόν πίσω μας. Ναι, είναι κι αυτό κομμάτι μας και δε διαγράφεται και για το λόγο αυτό κάποια κομμάτια θα μένουν σταθερά εκεί για να μας το θυμίζουν.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη