Γνωρίζουμε τόσους ανθρώπους όσο περνάνε τα χρόνια και με κάποιους μοιραζόμαστε τόσα πολλά, που είναι λογικό ορισμένους από αυτούς να τους θεωρούμε φίλους, κολλητούς ή ακόμα κι αδέρφια. Κάποιοι είναι απλοί περαστικοί και κάποιοι άλλοι πάντα παρόντες στη ζωή μας. Το θέμα είναι πως συχνά βιαζόμαστε να επιβαρύνουμε κάποιον με έναν σπουδαίο τίτλο –αυτόν του φίλου ή και του κολλητού– που όταν η συμπεριφορά του μας διαψεύδει, απογοητευόμαστε.
Επειδή μιλάμε λίγο παραπάνω στη δουλειά ή ήπιαμε τρεις καφέδες με κοινή παρέα κι έναν –ή και κανέναν– μόνοι μας, ξαφνικά, ονομάζουμε τον άλλο φιλαράκι μας και του δίνουμε μία θέση στη ζωή και τα συναισθήματά μας. Κι έρχεται η στιγμή που κάτι στραβώνει, ή απλά αποκαλύπτεται η αλήθεια, και πλέον δυσκολευόμαστε ακόμα και να τον χαιρετίσουμε στο δρόμο.
Απορούμε τι πήγε λάθος. Πώς γίνεται με τον άνθρωπο αυτόν, που κάποτε αποτελούσε τη μισή μας μέρα, να λέμε πια, με το ζόρι, μόνο ένα τυπικό «γεια»; Βιαστήκαμε να ανοιχτούμε και να τον χαρακτηρίσουμε «φίλο»; Ή ίσως να ήθελε απλά κάτι από εμάς, χωρίς να μας ένιωσε ουσιαστικά ποτέ δικό του άνθρωπο. Να ‘μασταν απλά μια συντροφιά, μια παρουσία να γεμίζει τις κενές ώρες.
Μπορεί, βέβαια, να φταίμε κι εμείς. Να δώσαμε αυθαίρετα τόση αξία σε μια σχέση επιφανειακή ή αργότερα να συνειδητοποιήσαμε πως εκείνο το άτομο, τελικά, δε μας ταιριάζει. Εντάξει, ήταν ευχάριστη παρέα για λίγο, αλλά έχουμε διαφορετικά ενδιαφέροντα και ιδέες, άλλη στάση ζωής. Φτάσαμε, λοιπόν, στο σημείο να συναντιόμαστε κι απλά να κοιταζόμαστε με ένα τυπικό βλέμμα αναγνώρισης.
Απ’ την άλλη, είναι κι αυτοί οι φίλοι που έχουμε μοιραστεί μαζί τους το ίδιο θρανίο για χρόνια, τις ίδιες ανησυχίες, τους εφηβικούς μας έρωτες, τη βεβαιότητα πως θα ‘μαστε για πάντα έτσι, γεμίζοντας παρκάκια με τα αρχικά μας και την υπόσχεση B.F.F.E. Τη μία ώρα μαλώναμε και χωρίζαμε το θρανίο στη μέση και την άλλη το σβήναμε για να μοιραστούμε τι έγινε στο διάλειμμα. Τα χρόνια περνάνε, μεγαλώνουμε, αλλάζουμε πόλεις και συνήθειες, αλλάζουμε χαρακτήρες και καταλήγουμε να λέμε μόνο ένα «χρόνια πολλά» στις γιορτές και τα γενέθλια -ή ίσως, ακόμα, ούτε κι αυτό.
Μα όσο κι αν δεχόμαστε πως ο χρόνος χωρίζει τους ανθρώπους, είναι δυνατόν να περάσαμε μαζί τους όλη μας την παιδική ηλικία και τώρα όταν συναντιόμαστε τυχαία έξω απ’ τα πατρικά μας να γυρνάμε το κεφάλι απ’ την αντίθετη μεριά για να αποφύγουμε την άβολη συζήτηση; Αυτά τα άτομα είναι κομμάτια της αθωότητάς μας, από εκείνους που κάποτε τους ρωτήσαμε «θέλεις να γίνουμε φίλοι;» κι έτσι απλά γίναμε αυτοκόλλητοι. Μέχρι που για κάποιον λόγο (ή και χωρίς) σπάσαμε.
Ειδικά αυτούς τους ανθρώπους είναι πολύ πιο δύσκολο να τους κρατήσουμε στη ζωή μας· ή πολύ πιο εύκολο. Καλώς ή κακώς, όλοι όσο μεγαλώνουν αλλάζουν. Είμαστε διατεθειμένοι να δεχτούμε αυτήν την αλλαγή των φίλων μας ή, στην αντίθετη περίπτωση, την επιλογή τους να μην ωριμάσουν ποτέ; Τι κι αν ο άλλος προτιμάει τα κυριλέ εστιατόρια κι εσύ να πίνεις μπίρα στο παγκάκι; Για σένα είναι πάντα ο άνθρωπος που γνώρισες, τότε σ’ εκείνη την παιδική χαρά που κάνατε μαζί μονόζυγο. Μπορεί να απομακρυνθείτε λίγο λόγω διαφορετικής καθημερινότητας και κοσμοθεωρίας, μα όταν θέλεις να κρατήσεις έναν άνθρωπο στη ζωή σου, απλά τον κρατάς.
Αν κάτσεις το βράδυ με ένα ποτήρι κρασί και σκεφτείς πόσοι άνθρωποι πέρασαν απ’ τη ζωή σου, μοιράστηκες στιγμές μαζί τους και τους φόρεσες τη στολή του φίλου, θα δεις πως είναι πολύ περισσότεροι απ’ όσοι νομίζεις. Στο τέλος, όμως, δε μετράνε οι περαστικοί, μα μονάχα όσοι έμειναν, εκείνοι που είναι ακόμη εδώ και σε θυμούνται κάθε μέρα κι όχι μόνο εκείνες τις πιο ειδικές, εκείνοι που δε σε ξεχνάνε ούτε την πιο άκυρη στιγμή.
Φίλοι, τελικά, αποδείχθηκαν μόνο εκείνοι που έχουμε το θάρρος να τους πάρουμε μέσα στη νύχτα τηλέφωνο, γιατί τους έχουμε ανάγκη, ξέροντας πως δε θα μας παρεξηγήσουν. Εκείνοι που τους ταγκάρουμε καθημερινά σε χαζές εικόνες, γελάμε με τα ίδια αστεία όσα χρόνια κι αν περάσουν και χρειάζεται μόνο ένα βλέμμα για να συνεννοηθούμε.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη