Ο αθλητισμός είναι –ή τουλάχιστον θα ‘πρεπε να είναι– τρόπος ζωής. Όσο μικρότερος ξεκινήσεις τόσο το καλύτερο, όχι για να πάρεις περισσότερες διακρίσεις αλλά γιατί το σώμα μας έχει την τάση να θυμάται. Όταν, λοιπόν, μετά από λίγα χρόνια θα αρχίσεις να αθλείσαι ξανά ή ξεκινήσεις απ’ το μηδέν, το σώμα σου θα συμπεριφερθεί ανάλογα.
Ο αθλητισμός, όμως, δεν είναι μονάχα ζήτημα προσωπικό αλλά και κοινωνικό. Και στην ελληνική κοινωνία, για αρκετά χρόνια, πρωταγωνιστής ήταν το ποδόσφαιρο, άντε και το μπάσκετ πού και πού. Γιατί; Η απάντηση απλή· γιατί παίζεται παντού, ακόμα και στα πεζοδρόμια με δύο πέτρες για τέρμα, έχει σχετικά εύκολους κανόνες και χρειάζεται απλώς μια μπάλα. Προσφέρει συγκινήσεις κι απευθύνεται σε όλους. Πολλοί, λοιπόν, μπήκαν σε ακαδημίες κι όσοι είχαν ταλέντο αλλά και πάθος το ακολούθησαν. Δεν ήταν, όμως, για όλους.
Λιγότεροι ήταν ανέκαθεν εκείνοι που είχαν την τύχη να ‘χουν γονείς ή φίλους με περισσότερη φαντασία ώστε να θελήσουν ασχοληθούν με κάτι άλλο. Για ένα διάστημα, η αμέσως επόμενη επιλογή, πέρα απ’ τα τρία βασικά αθλήματα (μπάσκετ, ποδόσφαιρο, βόλεϊ), ήταν οι πολεμικές τέχνες. Απαιτώντας δυναμισμό και πειθαρχεία είχαν ένα σταθερό κοινό αλλά ελάχιστα αυξανόμενο.
Πώς έχουμε φτάσει, όμως, τώρα να ασχολούμαστε με τόσα διαφορετικά αθλήματα; Η απάντηση βρίσκεται στα ερεθίσματα και στις διακρίσεις της κάθε χώρας. Μετά την παρακολούθηση των ολυμπιακών αγώνων, κυρίως το 2004 που πολλοί είχαν την ευκαιρία να τους δουν από κοντά, μάθαμε πως υπάρχουν κι άλλα ενδιαφέροντα αθλήματα.
Στο πρόσφατο παρελθόν, μετά την κατάκτηση μεταλλίων από τον Τσιτσιπά, ξαφνικά πολλοί πήραν μια ρακέτα και δοκίμασαν τις δυνατότητές τους στο τένις. Αρκετά νωρίτερα, μετά τις νίκες του Ζαμπίδη, που έφευγε με τη γαλανόλευκη στους ώμους του, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που δοκίμασαν το μποξ ή το πήγαν ένα βήμα παραπέρα, επιλέγοντας το κικ μπόξινγκ. Στην ίδια λογική, μετά τις διακρίσεις του Πετρούνια και τα ρεκόρ της Στεφανίδη στους κρίκους και το άλμα επί κοντώ, αντίστοιχα, πολλοί άλλαξαν τη γνώμη τους για τον στίβο.
Η στροφή μας προς τον αθλητισμό, εν τέλει, προκύπτει συχνά με τη μορφή μιας τάσης, μιας μόδας που θέλουμε κι εμείς ν’ ακολουθήσουμε. Μα αυτό δεν είναι κακό, ίσα-ίσα. Μας δίνονται πλέον παραπάνω ερεθίσματα κι επιλογές. Μας δίνεται η δυνατότητα να δοκιμάσουμε κι άλλα πράγματα, διαφορετικά απ’ τα συνηθισμένα. Όταν η χώρα μας παίρνει μια διάκριση, πέρα απ’ την περηφάνια που νιώθουμε, αποκτάμε μια περιέργεια κι ένα κίνητρο να πειραματιστούμε κι εμείς με τη σειρά μας.
Μπορεί να μην κάνει για όλους το κάθε άθλημα, γι’ αυτό και δε χρειάζεται να επενδύσουμε απ’ την αρχή σε εξοπλισμούς κι ενδυμασίες. Μετά τους πρώτους δύο με τρεις μήνες, αφού καταλήξουμε πως μας ταιριάζει και μπορούμε να αντεπεξέλθουμε στις ανάγκες του, θα αρχίσουμε σιγά-σιγά να το αντιμετωπίζουμε πιο σοβαρά.
Η άθληση κατά κύριο λόγο κάνει καλό στην υγεία μας, βελτιώνει όμως και τη διάθεσή μας ενώ διαμορφώνει τον χαρακτήρα μας εξελίσσοντάς μας. Μπορεί να επιστρέφουμε κουρασμένοι μετά από κάθε προπόνηση, αλλά να ‘μαστε γεμάτοι ενέργεια κι όρεξη, με περισσότερη αυτοπεποίθηση κι αισιοδοξία.
Για όσους βαριούνται την κλασική γυμναστική, τα όργανα και τους διαδρόμους, ο αθλητισμός θα τους δώσει τόσες εναλλακτικές που είναι βέβαιο πως αν δώσουν λίγο χρόνο στον εαυτό τους κι είναι ανοιχτοί στο να δοκιμάσουν και να δοκιμαστούν, θα βρουν σίγουρα κάτι που να τους εκφράζει και να τους ικανοποιεί.
Αν, απ’ την άλλη, ανήκετε σε εκείνους που βγάζουν σπυριά στο άκουσμα και μόνο της λέξης «άθληση» με τον παραδοσιακό τρόπο, υπάρχει κι ο χορός. Πολλά ήδη χορού γυμνάζουν εξαιρετικά το σώμα. Τα τελευταία ειδικά χρόνια, έχουν γίνει στη χώρα μας ακόμα περισσότερα είδη χορού γνωστά, όπως η Kizompa και το Bachata. Αποκλείεται να μη βρείτε κάτι να σας αρέσει.
Ας παραδειγματιστούμε, λοιπόν, από αυτά τα πρότυπα, κι όχι τα πρότυπα του Instagram, κι ας σηκωθούμε απ’ τους καναπέδες μας για να γυμνάσουμε το σώμα, να βελτιώσουμε την υγεία μας και τη διάθεσή μας.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη